Μπορείτε.....

....εκτός από τα Εφτάνησα να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα μου http://hellascafe.blogspot.com και να με βρήτε στο kondennis9@gmail.com
Θα χαρώ να σας δω.

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

Καλή χρονιά.

Αγαπητοί φίλες και φίλοι.
Αγαπητοί επισκέπτες της ιστοσελίδας των Εφτανήσων.
Έχετε όλοι σας τις ευχές μου γιά τον καινούριο χρόνο
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
Χρόνια πολλά γιά έναν χρόνο που ευχή μας είναι να φέρει
ΕΙΡΗΝΗ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Υγεία, ευτυχία και χαρά στε σπίτια σας.
Με αγάπη
Ντένης Κονταρίνης

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Αξέχαστα κάλαντα


Παραμονές Πρωτοχρονιάς του 1945 ήτανε. Μόλις πριν λίγο καιρό ο πόλεμος είχε τελειώσει. Δεν είχε τελειώσει όμως για τη δύστυχη πατρίδα μας Στην Αθήνα κείνο τον Δεκέμβρη οι Άγγλοι χτυπιόντουσαν με το Αριστερό Κίνημα σε μία προσπάθεια να επιβάλουν στην πατρίδα μας τα δικά τους συμφέροντα. Το αίμα έτρεχε και από τις δύο μεριές και ο Εμφύλιος, που θα ξεσπούσε ένα χρόνο αργότερα ετοιμαζόταν με κάθε λεπτομέρεια από τους υποταχτικούς του Τσόρτσιλ.
Στην Κέρκυρα που εμείς ζούσαμε κείνο τον καιρό τα νέα έφταναν καθημερινά χωρίς όμως να επηρεάζουν την ζωή μας και ιδιαίτερα την ζωή εμάς, των μικρών παιδιών.
Μετά από τις τόσες στερήσεις της Κατοχής είχαμε αρχίσει να απολαμβάνουμε τη ζωή έτσι σιγά – σιγά όπως μας δινόταν.

Παραμονή της Πρωτοχρονιάς λοιπόν αποφασίσαμε να βγούμε για να πούμε τα Κάλαντα. Τα συμφωνήσαμε με τον Δημητράκη κι αρχίσαμε να ψάχνουμε για έναν ακόμη που όμως τον θέλαμε να είναι πιο πολύ θαρραλέος από μας για να μπορεί να παίρνει τα χρήματα από τους ανθρώπους. Ψάχναμε ανάμεσα σε όσους γνωρίζαμε αλλά τελικά κανένας δεν μας έκανε. Δεν εξυπηρετούσε τις προσδοκίες μας να μπορεί να ξεκολλάει τα λεφτά.. Το μυαλό μας γύριζε πάντα σε ένα και αυτός ήταν ο πλέον κατάλληλος όμως τον ξέραμε καλά και δεν του είχαμε καμιά εμπιστοσύνη. Τον φοβόμαστε. Κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον Κώστα τον Αρούκατο, όπως τον λέγαμε αφού ήτανε πιο ψηλός από όλους εμάς, με κάτι πόδια στραβά και κοκαλιάρικα ενώ τα χέρια του έμοιαζαν σαν κουπιά. Το δε περπάτημά του ήτανε απόλαυση αφού περπατούσε με μικρά πηδηματάκια και αλλού πατούσε κι’ αλλού βρισκότανε.
-Απ’ ό,τι βλέπω Δημήτρη μου θα πέσουμε στον Αρούκατο αφού δεν βλέπω τίποτε άλλο, έλεγα στον φίλο μου.
-Κι’ εγώ έτσι τα βλέπω, μου έλεγε ο Δημήτρης. Τι λες;
-Να του μιλήσουμε όμως να είναι εν τάξει μαζί μας.
-Να κάνουμε συμφωνία και να τον προσέχουμε.
Βέβαια για τον Αρούκατο δεν ίσχυε καμιά συμφωνία.
Κι έτσι παραμονή Πρωτοχρονιάς βρέθηκε πλάι μας κι από ό,τι έδειχνε πολύ το ευχαριστιόταν.


Ξεκινήσαμε λοιπόν από νωρίς. Πιάσαμε όλη τη γειτονιά μας γύρω. Αφήσαμε μόνο την κυρά Φρόσω με την άρρωστη κόρη της την Ευγενία.
-Στη κυρά Φρόσω θάρθουμε τελευταίοι, μας είπε ο Αρούκατος. Και δεν θα πάρουμε λεφτά. Έτσι μάγκες; Δεν έχει ούτε να φάει η γυναίκα. Όμως θα της πούμε τα κάλαντα.
Συμφωνήσαμε. Τι άλλο μπορούσαμε να κάνουμε; Αρούκατος ήτανε αυτός.
Έτσι λοιπόν περάσαμε από την Πιάτσα, προχωρήσαμε προς το Καμπιέλο, περάσαμε από το Σαν Ρόκκο, κατηφορίσαμε στη Γαρίτσα. Εκεί καθίσαμε για λίγο στα σκαλοπάτια δίπλα στη θάλασσα.
-Ρε συ Αρούκατε. Πόσα λες να έχουμε πιάσει; τον ρώτησε ο Δημητράκης.
-Καλά πάμε, καλά πάμε, είπε με τη γρήγορη φωνή του ο Αρούκατος. Όμως χρειαζόμαστε κι’ άλλα ακόμη. Πάμε
Προχωρήσαμε, περάσαμε από την Σπιανάδα. Πήγαμε στο καφενείο του Παπαφλωράτου. Ήταν γεμάτο κόσμο. Κι εμείς βρήκαμε την ευκαιρία και αρχίσαμε.

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Ψηλή μου δεντρολιβανιά

Δεν μας άφησαν να πούμε και πιο πολλά. Όμως όλοι τους άνοιξαν τις τσέπες τους και μας έδινα. Κι’ εγώ κοιτούσα την τσέπη του Αρούκατου που όσο περνούσαν οι ώρες φούσκωνε και πιο πολύ. Κι ένοιωθα να τρέμει η ψυχή μου στη σκέψη πως ο Αρούκατος θα μας έκανε καμιά ζημιά.
Τελικά είχε νυχτώσει σαν γυρίσαμε στη γειτονιά μας. Σταθήκαμε μπροστά στο σπίτι της κυρά-Φρόσως κι’ εκεί απ’ έξω από την πόρτα της είπαμε τα κάλαντα
-Μείνετε σεις εδώ, μας είπε ο Αρούκατος. Θα μπω για λίγο και μετά....τέλος. Καθένας στο σπίτι του.
Κάτι δεν μας άρεσε έτσι όπως μας τα είπε. Όμως μείναμε εκεί και περιμέναμε. Ούτε ξέρω πόση ώρα πέρασε. Κάποια στιγμή τον είδαμε να βγαίνει.
-Άντε , μας είπε. Σπίτια μας τώρα.
-Τα λεφτά θα τα μοιράσουμε; Τόλμησα να τον ρωτήσω.
-Ποια λεφτά μου είπε.
Τον κοιτάξαμε για λίγο χωρίς να μιλήσουμε.
-Κι η κυρά-Φρόσω ρε σεις μάγκες και η άρρωστη Βγενίτσα πως θα κάνανε Πρωτοχρονιά; Άντε σπίτια σας είπα, και σήκωσε το αδύνατο χέρι του.
Κι εμείς προτιμήσαμε να το βάλουμε στα πόδια.
Την άλλη μέρα σαν συνάντησα τον Δημήτρη κοιταχτήκαμε για λίγο αμίλητοι. Μέσα μας νοιώθαμε κάποια μικρή χαρά που προσφέραμε κάτι τις σε μια άρρωστη κοπελίτσα και στη μάνα της έστω κι αν όλη μέρα τα λέγαμε τσάμπα.

Ντένης Κονταρίνης

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Χριστούγεννα στην Κέρκυρα της κατοχής

Ήτανε λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του ’43, στην Κέρκυρα. Βαρύς ο χειμώνας είχε φτάσει κείνην τη χρονιά. Όλες οι μέρες, η μία μετά την άλλη ερχόντουσαν και φεύγανε γεμάτες σύννεφα, μια βροχή που ήτανε πολύ κρύα κι ένας αγέρας παγωμένος, που σφύριζε και έμοιαζε να μας τρυπάει μέχρι τα κόκαλα. Κι ήτανε κι η πείνα που έσφιγγε τα στομάχια μας κι έκανε το κρύο να φαντάζει ακόμη πιο φοβερό και να μας βασανίζει ακόμη πιο πολύ.

Δυο τρεις μήνες είχανε περάσει που οι Γερμανοί, μετά την σύρραξη που είχανε με τους Ιταλούς και αφού κάψανε την πόλη, καταλάβανε όλο το νησί και η ζωή όλων μας έγινε τρομερά δύσκολη. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορεί κανείς να βρει για να φάει. Όσο κι’ αν έψαχνε σε όλη την αγορά ήταν αδύνατο να βρει κάτι φαγόσημο. Οι πιο πολλοί από τους κατοίκους ξεκινούσαν χαράματα με την ανατολή του ήλιου, τριγυρνούσαν όλα τα γύρω χωριά και πρόσφεραν στους χωρικούς ρούχα, χρυσαφικά και ό,τι άλλο διέθεταν με αντάλλαγμα οτιδήποτε που να μπορούσε να λιγοστέψει την πείνα τους.

Για μας τα παιδιά το μαρτύριο ήταν ανυπόφορο. Μάταια γυρίζαμε όλη μέρα στις διάφορες γειτονιές και ψάχναμε τους ντενεκέδες με τα σκουπίδια. Ποιος πετούσε σκουπίδια κείνη την εποχή; Με το γέρμα του ήλιου, αποκαμωμένοι γυρνούσαμε στα σπίτια μας για να δούμε το θλιμμένο πρόσωπο της μάνας μας με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα να μας κοιτάζει αμίλητη μην έχοντας ούτε τη δύναμη να μας πει ότι δεν έχει τίποτε να μας δώσει να φάμε. Ερχόταν κάποια στιγμή κι ο πατέρας. Μαζευόμαστε όλα γύρω του και τον κοιτάζαμε στα μάτια καρτερώντας μήπως ανοίξει κάποια τσέπη του και μας δώσει κάτι τις. Κι η νύχτα μας περνούσε προσπαθώντας να ξεχάσουμε την πείνα μας παραδομένοι στον ύπνο.
Κάπως έτσι φτάσαμε και στην παραμονή των Χριστουγέννων κείνη τη χρονιά. Χαράματα σηκώθηκε κείνο το πρωινό ο πατέρας και μόλις ήρθε η ώρα που επιτρεπόταν η κυκλοφορία τον είδαμε να βάζει στις τσέπες του κάποια πράματα και ανοίγοντας την πόρτα χάθηκε μέσα στο πρώτο πρωινό φως της μέρας. Γύρισε το βράδυ σαν είχε αρχίσει να απλώνεται το σκοτάδι. Στα χέρια του κρατούσε σφιχτά μια σακούλα μεγάλη και οι τσέπες του αρκετά φουσκωμένες έμοιαζαν στα μάτια μας σαν να έκρυβαν μέσα τους κάποιο θησαυρό.
Μαζευτήκαμε όλοι γύρω του και περιμέναμε κοιτάζοντας τον στα μάτια. Κι αυτός, αφού μας χάιδεψε για λίγο έβγαλε από τις τσέπες του λίγα ξερά σύκα και μας έδωσε από ένα.
-Κατάφερα να βρω λίγο καλαμποκάλευρο, είπε με κουρασμένη τη φωνή του στη μάνα μας.
Μου δώσανε και λίγο λάδι.
Σταμάτησε για λίγο. Χαμήλωσε τη φωνή του
-Δυο δαχτυλίδια για το λάδι και τα τρία βραχιόλια για το καλαμποκάλευρο.
Η μητέρα μου δεν μίλησε. Προσπάθησε μόνο να κρύψει κάποιο δάκρυ της αλλά δεν τα κατάφερε.
Την άλλη μέρα, ανήμερα Χριστούγεννα, πήρε να μαγειρέψει. Ανακάτεψε το καλαμποκάλευρο με νερό, έριξε μέσα και λίγο λάδι και το έβαλε στο τηγάνι.
Σαν έδειξε πως ψήθηκε κείνο το παράξενο κατασκεύασμα, το έβγαλε από το τηγάνι, το έκοψε σε κομμάτια και καθίσαμε όλοι γύρω από το τραπέζι. Ποτέ μας δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε τι ήτανε εκείνο που φάγαμε κείνα τα Χριστούγεννα της Κατοχής. Όμως για κάποιες ώρες το στομάχι μας έμοιαζε να είναι γεμάτο.

Ντένης Κονταρίνης

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

Τον Κεφαλονίτη τον φοβήθηκε κι ο Άγιος Πέτρος

Αγαπητοί μου φίλοι.
Πιστεύω πως είναι η στιγμή και για λίγο γέλιο.
Ένα ανέκδοτο από το βιβλίο του αείμνηστου Χρήστου Βουνά,
του ανθρώπου που με τα αστεία και τις φάρσες του
έκανε όλη την Κεφαλονιά να γελάει
Απολαύστε το.
.
Πολλές φορές είχε γλυτώσει τη ζωή του στη ζούγκλα, από τους καννίβαλους, τ΄άγρια θηρία και τα τρομερά ερπετά, ο αλησμόνητος φίλος μου ο Γεράσιμος.
Πολυταξίδεψε, θαλασσοδάρθηκε, ναυάγησε, γύρισε κι αλώνισε όλους τους ωκεανούς και όλες τις ηπείρους του γήινου πλανήτη μας, σαν βέρος Κεφαλλονίτης, αλλά στα στερνά του τα κατάφερε να γυρίσει στο ξακουστό νησάκι του, που συνέχιζε την γόνιμη παραγωγή Οδυσσέων, με γερό κομπόδεμα στην τσέπη του.
-Τώρα την φουντάρισα γιά καλά! Δεν το ξανακουνάω ρούπι, είπε στους παλιούς φίλους του.
Κι αγόρασε σπίτια για να κάτσει και να τα νοικιάσει, κι αγόρασε ελιές που δίνουνε ανέξοδα το εισόδημα. Και παρά τα εξήντα χρόνια του έψαχνε να βρει καμμιά κοπέλλα δεκαεξάχρονη, για να της χαρίσει την αγνότητα και όλη τη φλόγα της δροσερής του νεότητας. Και σαν γνήσιος Κεφαλλονίτης και έπινε και χαρτόπαιζε και τα ζητούσε όλα δικά του, χωρίς βέβαια να παραλείπει να στέλνει του διαόλου, προς φιλοξενίαν, ψυχαγωγίαν και περιποίησην όλους τους γνωστούς του Αγίους.
Αλλά παρά τα ελαττώματά του είχε και ένα προσόν. Αγαπούσε τα αδύνατα πλάσματα. Και τα ζώα και τις γυναίκες. Κι αφού δεν είχε βρει ακόμη την πολυπόθητη γυναίκα είχε συγκεντρώσει όλη του λατρεία σ’ ένα κοπρόσκυλο που περιμάζεψε από τους δρόμους, που το έπλυνε, το χόρτασε και το βάφτισε με το όνομα του ανακαλύψαντος τον Νέον Κόσμον, ίσως γιά να του θυμίζει τις περιπέτειές του.

-Κολόμπο μου, φώναζε και τα χείλη του στάζανε μέλι.
Κολόμπο....Κολόμπο και αν τον έχανε γύριζε σαν τρελός στα στενοκάντουνα γιά να τον εύρει.
-Κολόμπο μου θα γιατρευτείς, τον βεβαίωνε φιλώντας τον στην κρύα και βρωμερή μούρη του, σαν αρρώσταινε.
Και στον Κολόμπο έφερνε μπόλικα σκωτοπλέμονα, ενώ στους φτωχούς συνανθρώπους του, που του ζητούσανε βοήθεια, τους φώναζε.
-Όξου!! Όξου!! Χαθείτε διαλεμπαμέσα σας. Χαθείτε από μπροστά μου.
Ήταν μ’ άλλα λόγια ευαίσθητος στην ψυχή και δυστυχώς η ευαισθησία του τον έφερε πρόωρα στην Πύλη του Αγίου Πέτρου, βοήθειά μας.
Μπουκάρησε με τους σεισμούς του Αυγούστου (1953) που σάρωσαν ανελέητα το νησί του, μέσα στο σπίτι του, γιά να σώσει τον αγαπημένο του Κολόμπο και ο μεν Κολόμπο σώθηκε πηδώντας μέσα από τα συντρίμια, ο δε αλησμόνητος φίλος μας Γεράσιμος διάβηκε βιαστικά τον Αχέροντα, αφήνοντας τα καλά του στους αχώνευτους συγγενείς του, λες σαν εκδίκηση, χωρίς διαθήκη κι οι άμοιροι ακόμη παλεύουν στα Δικαστήρια για το μοίρασμά της.



-Τι ζητάς μπροστά μου βρε κάθαρμα, τον υποδέχτηκε ο Άγιος Πέτρος, βοήθειά μας.
-Σε προσκυνώ Άγιε Πέτρο μου. Σε προσκυνώ...Να...Ήθελα...
-Τι ήθελες βρε τέρας και εμφανίστηκες ενώπιό μου;
-Τίποτσι Άγιε Πέτρο μου!..Τίποτσι. Μόνο νάβλεπα, έτσι από περιέργεια το ξακουστό περιβόλι σου...
-Σύραινε απαίσιε στο πυρ το εξώτερον. Δεν το ξέρεις ότι εδώ δεν έχει θέση κανένας Κεφαλλονίτης;

Και προτού προλάβει ο Γεράσιμος να του απαντήσει, ο Άγιος Πέτρος, βοήθειά μας, του έκλεισε με βρόντο την θείαν του Παραδείσου του πόρτα.
Αλλά σαν Κεφαλλονίτης είχε θηλυκό μυαλό κι ο Γεράσιμος. Σιμώνει λοιπόν το χέρι του στο άγιο χτυπητήρι και....
-Πάλι εσύ είσαι βρε αλητούργητε;
-Μια μονάχα χάρη ήθελα Άγιε Πέτρο μου προτού φύγω για κει που με στέλνεις.
-Ας την ακούσουμε
του λέει με συγκατάβαση, σαν Άγιος που είναι, ο Άγιος Πέτρος, βοήθειά μας.
-Να με δανείσεις μερικά εργαλεία.
-Και τι είδους εργαλεία βρε αθεόφοβε ζητάς εδώ πάνω;
-Να! Σα να πούμε Άγιε Πέτρο μου, αν είχες τη θεία καλωσύνη να μου έδινες μια τσάπα, έναν κασμά, ένα μυστρί, ένα σκερπάνι κι ένα πριόνι..
Και ο Άγιος Πέτρος άρχισε να γελά με τον κουρλοκεφαλονίτη.
-Και τι θα φτιάσεις μ’ αυτά βρε αντίχριστε; Τον ρωτά περίεργα και καγχάζοντας.
-Να!! Έλεγα μήπως σου έχει πέσει πολλή δουλιά Άγιε Πέτρο μου...Και γιά να σε βοηθήσω, συνέχισε, λέω να φτιάξω αντίκρυ έναν παράδεισο, όχι βέβαια μεγάλο σαν τον δικό σου...
Και ο Άγιος Πέτρος, βοήθειά μας, αφού στάθηκε γιά κάμποση ώρα αμίλητος και σκεφτικός του ψυθίρισε με χαμόγελο.
-Από σένα όλα να τα περιμένω! Έμπα καλύτερα εδώ μέσα π΄ανάθεμά σε.
.
Ντένης Κονταρίνης

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Ματιές στην ιστορία των Εφτανήσων

Είναι γεγονός ότι η ιστορία των Ιονίων νήσων παρουσιάζει ένα τεράστιο ενδιαφέρον.
Και δεν μπορεί να γίνει αλλιώς αφού η κυριαρχία των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής εκείνης που κατά καιρούς τα είχαν κατακτήσει καταλαμβάνει ένα διάστημα πάνω από 700 χρόνια.
Αξίζει λοιπόν κάπου -κάπου να ρίχνουμε μια ματιά σ’ αυτή την ιστορία.
Μετά την πτώση του Βυζαντίου το βλέμμα των ισχυρών της γης στράφηκε προς τα Εφτάνησα, όπου εκεί πλέον θα συγκεντρωνόταν το στρατιωτικό και πολιτικό τους ενδιαφέρον. Έτσι, μετά το Βυζάντιο τα Εφτάνησα θα αρχίσουν για περίπου εφτακόσια χρόνια να περιέρχονται σταδιακά στην κυριότητα Ενετών, Άγγλων, Γάλλων και Ρώσσων.
.

Από το 1500 και μετά κάτω από την εξουσία των Ενετών ο λαός των Εφτανήσων θα στερηθεί τα πάντα με κυριότερο την στέρηση της γλώσσας τους. Γίνεται μιά προσπάθεια να τους εκλατινίσουν επιβάλοντας την ιταλική γλώσσα. Εφαρμόζουν ξένη νομοθεσία και προσπαθούν να εισάγουν νέα ήθη και έθιμα κι΄ακόμη γίνεται μιά προσπάθεια υποβάθμησης της Ορθοδοξίας.
Η εκκλησία θα αναλάβει το ρόλο του διαιτητή και είναι πολλά αυτά που θα προσφέρει ο αγώνας της, σε όλα τα νησιά και τους κατοίκους των.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες που εδημιουργούσαν οι κατακτήσεις των νησιών από όλες τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις, ξεκίνησε η πολιτική σταδιοδρομία του Κερκυραίου γιατρού Ιωάννη Καποδίστρια, που αργότερα θα γίνει ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας. Κι ήταν αυτός που με τις διπλωματικές του ικανότητες αλλά και με την συμπαράσταση της Ρωσίας θα πετύχει με την έναρξη της Αγγλικής κυριαρχίας στα νησιά το 1809 τον σχηματισμό των Ηνωμένων Πολιτειών των Επτά Νήσων όμως κάτω από την «προστασία» της Αγγλίας. Η αγγλική «προστασία» όμως κάθε άλλο παρά προστασία ήταν. Και με αιτία αυτή την προστασία θα ξεκινήσει στα νησιά το Ριζοσπαστικό Κίνημα Με ηγέτη του τον Ηλία Ζερβό-Ιακωβάτο και πρωτοπόρο τον Γεράσιμο Λιβαδά το κόμμα αυτό, με τις εξεγέρσεις του θα προσφέρει πάρα πολλά στον αγώνα των νησιών για την Ένωση με την Ελλάδα.
Ξεχωριστής σημασίας θα πρέπει να χαρακτηριστούν οι εξεγέρσεις της Σκάλας της Κεφαλονιάς τον Αύγουστο και Σεπτέμβρη του 1848.
Τον Νοέμβριο του 1850 οι Εφτανήσιοι θα προτείνουν στη Βουλή των Αντιπροσώπων το πρώτο ψήφισμα σχετικά με την Ένωση. Όμως πριν προλάβουν να το διαβάσουν ο Αρμοστής Σήτον με διάταγμα του θα απαγορεύσει τη λειτουργία της Βουλής για δύο χρόνια. Κι΄ακόμη περισσότερο οι Άγγλοι «προστάτες», σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» της Κεφαλονιάς, «...δεσμεύουν τα υπάρχοντα των πολιτών, μαστιγώνουν ιερείς και πολίτες...» Παράλληλα ακολουθούν διωγμοί και εξορίες πολλών Ριζοσπαστών με πρώτους τον Ζερβό-Ιακωβάτο, Μομφεράτο και άλλους.

.

Με την απομάκρυνσή τους το κέντρο δύναμης μεταφέρεται από την Κεφαλονιά στην Ζάκυνθο. Εκεί θα μεσουρανήσει το άστρο του Ριζοσπάστη Λομβέρδου.
Εν τω μεταξύ η Ελλάδα μετά από τη ναυμαχία του Ναυαρίνου έχει αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό. Έχει αποκτήσει τον πρώτο της βασιλιά, τον Όθωνα ο οποίος δεν θα συμφωνήσει με τις πολιτικές γραμμές των Ριζοσπαστών.
Κάποια στιγμή ο Όθωνας θα πάψει να είναι αρεστός στις Μεγάλες Δυνάμεις οι οποίες έχουν ήδη αρχίσει να ψάχνουν για τον αντικαταστάτη του. Και θα τον βρουν στο πρόσωπο του Δανού πρίγκηπα Χριστιανού-Γουλιέλμου ο οποίος θα καθίσει στο θρόνο της Ελλάδας με το όνομα Γεώργιος ο Α! Το καλοκαίρι του 1863 ο Δανός πρίγκηπας θα αναγορευτεί βασιλιάς των Ελλήνων και ένα χρόνο αργότερα, το 1864 θα του δωρίσουν την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα.Ήταν μια γεύση από την πολυκύμαντη ιστορία των Εφτανήσων. Πιστεύω πως θα καταφέρω να ακολουθήσουν και άλλες γεύσεις.

Ντένης Κονταρίνης

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Νίκος Καββαδίας, ο Κόλιας της θάλασσας!!!

Ο γραφικός ασυρματιστής, που όργωνε τις θάλασσες γράφοντας ποιήματα
.
«Με ρώτησαν κάποτε τι προσπάθησα.
Μα.....να περπατήσω στα δυό μου πόδια»
Νίκος Καββαδίας
.
Ο Νίκος Καββαδίας είναι ίσως ο μόνος, που έχει δέσει το όνομά του και την ποίησή του με την θάλασσα.
Ο Κόλιας είναι ένα από τα τρία-τέσσερα ονόματα με τα οποία ο Νίκος Καββαδίας ήταν πιό γνωστός κι από το πραγματικό του όνομα. Όλοι οι φίλοι και συνάδελφοί του που μαζί τους ταξείδευε στα καράβια αλλά και πολλοί άνθρωποι των λιμανιών με τους οποίους είχε κάποια γνωριμία, όλοι τον ήξεραν σαν Κόλια, σαν Μαραμπού, σαν Μαυρή.

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε από Κεφαλονίτες γονείς στις 10 Ιανοαρίου του 1910 στη μικρή πόλη Νικόλσκι Ουσουρίσκι της Μαντζουρίας όπου εκεί ο πατέρας του διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου και εφοδίαζε τον στρατό του Τσάρου. Με την κήρυξη του Α! Παγκοσμίου πολέμου το 1914 η οικογένεια Καββαδία επιστρέφει στην Ελλάδα και εγκαθίστανται στο Αργοστόλι. Ο πατέρας του όμως επιστρέφει στη Ρωσσία όπου η εμπόλεμη κατάσταση οδηγεί τις επιχειρήσεις του σε καταστροφή ενώ το 1917 με την Οκτωβριανή Επανάσταση συλλαμβάνεται από τους Μπολσεβίκους και φυλακίζεται. Θα επιστρέψει στην Ελλάδα αλλά μέχρι τον θάνατό του δεν θα καταφέρει να προσαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα.
Μετά το Αργοστόλι η οικογένεια Καββαδία θα εγκατασταθεί στον Πειραιά. Ο μικρός Νίκος πηγαίνει στο δημοτικό σχολείο όπου έχει συμμαθητή και γνωστό του τον Γιάννη Τσαρούχη, τον μετέπειτα μεγάλο ζωγράφο και σκηνογράφο των ελληνικών θεάτρων. Στο γυμνάσιο θα γνωριστεί με τον γιατρό του πολεμικού ναυτικού Πέτρο Αποστολίδη, που δεν είναι άλλος από τον γνωστό ποιητή Παύλο Νιρβάνα, ενώ έχει ήδη αρχίσει να δημοσιεύει ποιήματά του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο θα δώσει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή αλλά ο θάνατος του πατέρα του θα τον οδηγήσει να εργαστεί σε κάποιο ναυτικό γραφείο και παράλληλα να βγάλει το πρώτο του ναυτικό φυλλάδιο και το 1928 θα μπαρκάρει ως ναυτόπαις
Ο μεγάλος έρωτας του Νίκου Καββαδία με τη θάλασσα θ΄αρχίσει πάνω στο κατάστρωμα του φορτηγού «Άγιος Νικόλαος »
Στη δεκαετία του ’30 θα φτάσει ταξειδεύοντας μέχρι την Αυστραλία
Η πρώτη του ποιητική συλλογή, το Μαραμπού, κυκλορορεί το 1933 και το όνομα του Νίκου Καββαδία αρχίζει να εμφανίζεται στα λογοτεχνικά σαλόνια της Έλλάδας Κι΄ενώ οι δικοί του τον βοηθούν γιά να μπορέσει να γίνει καπετάνιος, αυτός ανένταχτος κι΄ασυμβίβαστος θα καταφέρει να γίνει ασυρματιστής.
Το δίπλωμα του ασυρματιστή θα το πάρει στα 1939 και ο πόλεμος του ΄40 θα τον βρει στα βουνά της Αλβανίας σαν ημιονηγό. Θα περάσει όλο τον πόλεμο και την Κατοχή ξέμπαρκος και μόλις το 1954 θα καταφέρει να του χωρηγηθεί ναυτικό φυλλάδιο αφού τελικά χαρακτηρίστηκε σαν “κομμουνιστής άνευ δράσεως” και θα αρχίσει να ταξιδεύει μέχρι το 1975 όπου ο θάνατος θα τον βρει μακρυά από τον μεγάλο του έρωτα, την θάλασσα. Όμως το 1947 και ενώ δεν ταξιδεύει θα καταφέρει να εκδόσει το Πούσι, μιά ακόμη συλλογή από θαλασσινή ποίηση.
Από το πρώτο του ταξίδι ο Νίκος Καββαδίας θα δεθεί με την θάλασσα. Θα την αγαπήσει. Θα την ερωτευθεί. Με τα πλοία που ταξείδευε η καμπίνα του ασυρμάτου παρουσίαζε τη μορφή φιλολογικού καφενείου.Όμως μιά προειδοποιητική πινακίδα υπήρχε πάντοτε.
«Μην αγγίζετε τίποτα. Θα λερωθείτε» Η προχειρότητα και ο αυθορμητισμός που χαρακτήριζαν τη ζωή του τον οδηγούσαν στις πιό απίθανες ενέργειες. Σ΄αυτές οφείλεται το ότι τα περισσότερα από τα ποιήματά του γεννήθηκαν πάνω σε χαρτί τουαλέτας ή χαρτοπετσέτες, γιά να φτάσουν στις εκδόσεις και στην αναγνώριση. Όμως πάρα πολλά από αυτά τα χαρτιά γνώρισαν τον κάλαθο των αχρήστων και είναι ευχής έργο που κάποιοι φίλοι του είχαν την πρόνοια να τα μαζεύουν, να τα παραδίδουν στους δικούς του και πολλά από αυτά να πάρουν μιά θέση στην συλλογή Τραβέρσο που εκδόθηκε το
1975, μετά το θάνατό του.
Η πολιτική τοποθέτηση του Νίκου Καββαδία ήταν ένα αποτέλεσμα των κόσμων που γνώρισε στα ταξίδια του. Τοποθέτησε τον εαυτό του στο χώρο των αριστερών όχι όμως στο σημείο που να τον αγγίζει ο δογματισμός. Έτσι είχε καταφέρει να έχει φίλους και στις δυό παρατάξεις.

Έχουν γραφτεί πάρα πολλά γιά τον χαρακτήρα του, όμως ο Κόλιας πάνω απ’ όλα ήταν άνθρωπος. Αγαπούσε και πονούσε τους συνανθρώπους του. Βοηθούσε όλους όσους μπορούσε. Κι΄αυτό φαίνεται στο μοναδικό πεζό του, Την Βάρδια
Τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία δεν μπορεί κανείς να πει ότι εκπροσωπούν κάποια σχολή. Περισσότερο με τις λέξεις ζωγράφιζε. Ζωντάνευε τους τόπους και τους ανθρώπους που γνώριζε στα ταξίδια του. Μετέφερε σε στίχους όλα όσα ζούσε.

«Ετούτο το μαχαίρι, εδώ,
που θέλεις ν’ αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες
ο θρύλος το’χει ζώσει
κι΄όλοι το ξέρουν,
πως αυτοί που κάποια φορά το’χαν
καθένας κάποιον άνθρωπο
δικό του έχει σκοτώσει»

Πολυκύμαντη η ζωή του Κόλια. Κι’ η μόνη του μεγάλη επιθυμία, να πεθάνει στη θάλασσα δεν ήτανε γραφτό του να γίνει. Κι΄αυτό το ξομολογιόταν στους συναδέλφους του
-Δεν θέλω να μείνω ξέμπαρκος. Δεν θέλω να με βρει ο θάνατος στη στεριά.
Όμως ξέμπαρκο στη στεριά τον βρήκε το μεγάλο μήνυμα του χάρου. Στο σπίτ της αδελφής του το απόγιομα της 10ης Φεβρουαρίου του ’75. Στον καναπέ καθόταν σαν το χτύπησε το εγκεφαλικό. Πρόλαβε μόνο να πει ψυθιριστά.
-Με βρήκε αυτό που φοβόμουνα.
Δηλαδή ότι ο χάρος τον χτύπησε στη στεριά. Στα τελευταία του χρόνια έκανε παρέα με μιά νέα κοπέλλα. Ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής του. Της αφιέρωσε τρία από τα πιό ερωτικά ποιήματα στη συλλογή «Τραβέρσο» Όμως ποτέ κανείς δεν έμαθε πολλά γι΄αυτόν τον έρωτά του.
Ντένης Κονταρίνης

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

Τι ξέρετε για τους Κεφαλλονίτες;

Αλήθεια, σκεφτήκατε ποτέ τι μπορεί να ξέρετε και πόσα γνωρίζετε για τους Κεφαλλονίτες; Θελήσατε ποτέ και προσπαθήσατε να μάθετε ποίοι είναι αυτοί οι άνθρωποι για τους οποίους ακούτε τόσα πολλά και που ασφαλώς κάποια στιγμή δεν θα μπορείτε να καταλάβετε ίσως, που τελειώνει η αλήθεια και που αρχίζει το ψέμα γι’ αυτούς. Τελικά ποίοι είναι αυτοί;
Σας δίνω λοιπόν την ευκαιρία σήμερα να σας μιλήσουν οι ίδιοι γιά τον εαυτό τους και να σας πουν δυό λόγια γι’ αυτούς και γιά το νησί τους. Να σας εξηγήσουν τον χαρακτήρα τους. Όμως προσέξτε διότι ο Κεφαλλονίτης είναι αυτός που.....
...δι’ ακατανοήτου κι επιτηδείου τρόπου
Πουλάει τον έναν άνθρωπο του αλλουνού ανθρώπου
.
Αν καταφέρετε να μην σας πουλήσει θα πει ότι ο Κεφαλλονίτης σας, ίσως να μην είναι... γνήσιος και δεν ανήκει στο ποσοστό κουρλαμάρας που θα διαβάσετε πάρα κάτω
Χαίρε νήσος Ιονίου, όμορφη Κεφαλονιά
Που απ’ τσου δέκα τσου κατοίκους
Οι κουρλοί είναι εννιά.
Μιλάμε για ένα ποσοστό 90%. Νομίζω ότι είναι αρκετά ικανοποιητικό. Άλλωστε έτσι μας το δίνει ο γνωστός κύριος Γαλανός.
Αυτό το ποσοστό είχε υπ’ ‘όψη του και ο Κεφαλλονίτης.....πάλαι ποτέ τσάρος της οικονομίας, Γεράσιμος Αρσένης όταν σαν υπουργός επισκέφτηκε το νησί του και οι συντοπίτες του του ζήτησαν να κάμει κάτι και γι’ αυτούς.
-Και σαν τι θέλετε να σας κάμω ωρέ;
Σκεφτήκανε τότε οι συντοπίτες του για λίγη ώρα και του είπανε.
-Να μας κάμεις ένα μεγάλο τρελοκομείο,
Γέλασε πολύ τότε ο Αρσένης και τους είπε.
-Και γιατί ωρέ να φτιάξουμε ένα μεγάλο τρελοκομείο αφού μπορούμε με λιγότερα λεφτά να χτίσουμε μια μάντρα γύρω από όλο το νησί.
Και δεν μπορούμε να πούμε ότι είχε άδικο ο κύριος Υπουργός. Μια μάντρα γύρω από το νησί είναι ό,τι πρέπει.

Κι΄ο Γεώργιος Μολφέτας, ο αλησμόνητος αυτός Κεφαλλονίτης ποιητής σ’ ένα από τα ποιήματά του γράφει για το Αργοστόλι:
Ωραία πόλις με λαμπράς.
Οικοδομάς και δρόμους
Μ’ άνθη και δέντρα μύρια,
Γεμάτη ουρητήρια
Γεμάτη κληρονόμους.
Τον ενόχλησαν τα ουρητήρια. Και που να πάνε καλέ οι άνθρωποι για την ανάγκη τους; Στα χωράφια;
Ένα άλλο πράμμα για το οποίο εμείς οι Κεφαλλονίτες είμαστε υπερήφανοι, είναι τα ονόματά μας. Ευαγγελάτος, Διονυσάτος, Γεωργάτος, Αλιβιζάτος. Όλα τελειώνουν
σε –άτος και είναι μόνο δικά μας. Κεφαλλονίτικα. Εκτός από ένα. . Το Πιλ-άτος.
Αυτός λέγεται ότι είναι.....Πόντιος
Από πάρα πολλά χρόνια μεταξύ των Αργοστολιωτών και των Ληξουριωτών υπάρχει μια μεγάλη διαμάχη. Λένε πως αφορμή υπήρξε η εκλογή του Αργοστολιού για να γίνει πρωτεύουσα του νησιού. Οι Ληξουριώτες όμως σαν πιο λογικοί δεν δείχνουν και τόσο εχθρικοί προς τους Αργοστολιώτες. Κάθε άλλο. Έτσι αν ρωτήσεις έναν Ληξουριώτη
-Ξέρεις ποιό είναι το ωραιότερο μέρος του Αργοστολίου;
Θα σου απαντήσει αμέσως και με ειλικρίνεια.
Η πινακίδα που δείχνει.....προς Ληξούρι.
Πως να γίνει βρε παιδιά; Μικρό Παρίσι είναι το Ληξούρι. Κι οι Αργοστολιώτες από τη ζήλια τους σου λένε για το ξεροπόταμο που περνάει μέσα από το Ληξούρι.
-Το μικρό Παρίσι έχει και το Σηκουάνα του.
Αυτοί είναι οι Αργοστολιώτες. Ενώ οι Ληξουριώτες σαν μεγαλόψυχοι ακόμη και τον σιορ-Αντρέα τον Λασκαράτο τον αφήνουν θαμμένο στο Αργοστόλι και ούτε που τον ζητούν
-Εμείς τον είχαμε ζωντανό και μας δόξασε. Αυτοί ας τον κρατήσουν απεθαμένον.
Και μια και μιλήσαμε για τον σιόρ-Αντρέα ας τον θυμηθούμε λίγο.
Την περατζάδα του έκανε στον παραλιακό δρόμο στο Ληξούρι κάποιο απόγιομα ο Λασκαράτος και πέρασε κάτω από το σπίτι του σιορ-Γερασιμάκη, φανατικού εχθρού του μια και ο ποιητής τον είχε βάλει πόστα πολλές φορές με.... λυχνιές του (άρθρα στην εφημερίδα του Ο Λύχνος) Θέλοντας λοιπόν ο σιορ-Γερασιμάκης να πάρει το αίμα του πίσω κογιονάρωντας τον σιορ-Αντρέα, του πέταξε δύο κέρατα. Ο Λασκαράτος χωρίς να τα χάσει γύρισε προς το μπαλκόνι του και του φώναξε.
-Ε!! σιορ-Γερασιμάκη. Πρόσεχε ωρέ όταν χτενίζεσαι!!
Και ο σιορ-Γερασιμάκης προτίμησε να εξαφανιστεί στο εσωτερικό του σπιτιού του.

Η φωτογραφία είναι από το anastasiosds.blogspot.com
.
Οι Κεφαλλονίτες έχουμε και τον Άγιο μας. Τον Άη Γεράσιμο. Τον αγαπάμε, τον σεβόμαστε, τον βλαστημάμε. Άλλωστε με την παρουσία τους μας το δηλώνουν οι κανταδόροι τση Κεφαλονιάς.
Όλη μέρα βλαστημάμε
Και το βράδυ τραγουδάμε.
Φυσικά ποτέ δεν τον ξεχνούν τον Άγιο και όταν τον χρειάζονται τον θυμούνται. Έτσι μια φορά πριν από χρόνια στον Ειρηνικό, σε ώρα μεγάλης τρικυμίας και ενώ το καράβι κινδυνεύει να βουλιάξει, ο Γεράσιμος , ναύτης από το Ληξούρι, σηκώνει το βλέμμα του προς τον ουρανό και λέει.
-Άγιε μου Γεράσιμε κάνε το θάμα σου να σωθούμε και θα σου φέρω ένα κερί ίσαμε το άρμπουρο (κατάρτι) του καραβιού μας.
Το ακούει από πλάι του ο Μπάμπης ο Αργοστολιώτης και του λέει.
-Και που θα βρεις τα λεφτά ωρέ Γερασιμάκη για τόσο μεγάλο τάμα;
Κι ο Γεράσιμος γυρίζει ατάραχος προς το μέρος του και του λέει
-Γιατί ωρέ; Μηδά και θάβρω μάστορη για τόσο πολύ κερί.
Ήταν μια γεύση από Κεφαλλονίτες. Ελπίζω πως τουλάχιστον θα πήρατε μια μικρή ιδέα ποίοι μπορεί να είναι αυτοί και ποιό είναι το νησί τους. Και πάλι, εδώ είμαστε για να σας δώσω ακόμη πιο πολλά. Αρκεί να έχετε όρεξη και να μπορείτε να αντέχετε. Κεφαλονιά είναι αυτή.
Ντένης Κονταρίνης

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Διονύσιος Σολωμός

Η ζωή και το έργο του εθνικού μας ποιητή
.
Ο Διονύσης Σολωμός, ο μεγάλος μας εθνικός ποιητής γεννήθηκε στην Ζάκυνθο το 1798 μεταξύ 15ης Μαρτίου και 15ης Απριλίου. Η ακριβής ημερομηνία δεν είναι γνωστή. Γονείς του ήσαν ο κόντες Νικόλαος Σολωμός και η υπηρέτριά τους Αγγελική Νίκλη. Ο πατέρας του καταγόταν από οικογένεια Κρητικών προσφύγων οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Ζάκυνθο γύρω στα 1670, μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς το 1669. Η καταγωγή της μητέρας του λέγεται ότι ήταν από την Μάνη.

Ο Νικόλαος Σολωμός το 1802 χήρεψε από την νόμιμη σύζυγό του, την Μαρνέττα Κάκνη, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τον Ρομπέρτο και την Έλενα. Όμως από το 1796 είχε δεσμό με την υπηρέτριά του, την Αγγελική, με την οποία εκτός από τον Διονύσιο, απέκτησε άλλον ένα γιό, τον Δημήτριο. Το ζευγάρι παντρεύτηκε μόλις την παραμονή του θανάτου του Νικόλαου στις 27 Φεβρουαρίου του 1807 και τα παιδιά τους απέκτησαν τα δικαιώματα των νομίμων τέκνων.
Τα παιδικά του χρόνια ο Σολωμός τα πέρασε στο πατρικό του σπίτι, στη Ζάκυνθο κάτω από την επίβλεψη του δασκάλου του, αβά Σάντο Ρόσι, ενός Ιταλού πρόσφυγα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του την κηδεμονία του ανέλαβε ο κόντες Διονύσιος Μεσσαλάς ενώ τον ίδιο χρόνο που πέθανε ο πατέρας του η μητέρα του παντρεύτηκε τον Μανώλη Λεονταράκη. Ο γάμος αυτός θα συγκλονίσει ψυχικά τον μικρό Διονύσιο ο οποίος είχε μια παθολογική αγάπη για την μητέρα του
Την επόμενη χρονιά ο Μεσσαλάς θα στείλει τον μικρό Διονύσιο στην Ιταλία για σπουδές, σύμφωνα με την συνήθεια των Επτανησίων ευγενών, αλλά και λόγω του γάμου της μητέρας του. Ο Σολωμός θα φύγει για την Ιταλία με τον δάσκαλό του Σάντο Ρόσι ο οποίος επέστρεφε στην πατρίδα του, την Κρεμόνα.
Αρχικά ο μικρός Διονύσιος θα φοιτήσει στο Λύκειο της Αγίας Αικατερίνης, στη Βενετία, αλλά θα δυσκολευτεί να προσαρμοστεί στην αυστηρή πειθαρχία του σχολείου. Έτσι ο Ρόσι τον παίρνει μαζί του στην Κρεμόνα όπου εκεί το 1815 θα τελειώσει το Λύκειο. Το Νοέμβριο του ιδίου χρόνου γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πάβιας από την οποία θα αποφοιτήσει το 1817. Με δεδομένα τα φιλολογικά του ενδιαφέροντα η άνθηση της ιταλικής λογοτεχνίας δεν θα τον αφήσει ανεπηρέαστο. Καθώς μάλιστα μιλούσε πλέον θαυμάσια την ιταλική γλώσσα άρχισε να γράφει ποιήματα στα ιταλικά. Τα σημαντικότερα από τα πρώτα ιταλικά ποιήματα που έγραψε εκείνη την περίοδο ήσαν το Ode per la prima messa (Ωδή για την πρώτη λειτουργία,) και La distrugione di Gerusalemme (η Καταστροφή της Ιερουσαλήμ) Εξ άλλου γνωρίστηκε με γνωστά ονόματα της πνευματικής Ιταλίας όπως τον Μαντσόνι, τον Μόντι και άλλους, οι οποίοι μάλιστα τον περιέβαλαν με το κλίμα του γαλλικού διαφωτισμού, ενσωματώθηκε με τους λογοτεχνικούς κύκλους τους και τελειοποιούμενος στις ποιητικές κατακτήσεις του εξελισσόταν σ’ έναν καλό ποιητή της ιταλικής γλώσσας.
Το 1818 μετά το τέλος των σπουδών του ο Σολωμός επιστρέφει στην Ζάκυνθο. Στο νησί υπήρχε αξιόλογη πνευματική κίνηση ήδη από τον 18ο αιώνα. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι προσολωμικοί ποιητές προέρχονταν από το νησί της Ζακύνθου. Έτσι ο Σολωμός βρήκε έναν κύκλο από ανθρώπους με ενδιαφέρον για την λογοτεχνία με τους οποίους γρήγορα ανέπτυξε φιλικές σχέσεις. Οι σημαντικότεροι από αυτούς ήσαν ο Αντώνιος Μάτεσης, ο Γεώργιος Τερτσέτης, ο Διονύσιος Ταγιαπιέρας, και ο Νικόλαος Λούντζης. Συγκεντρώνονταν συχνά σε φιλικά σπίτια και διασκέδαζαν με αυτοσχέδια ποιήματα. Επίσης αυτοσχεδίαζαν ποιήματα με δοσμένες ομοιοκαταληξίες και θέμα. Όπως ήταν φυσικό ο Σολωμός ξεχώριζε εξ’ αιτίας του ποιητικού του ταλέντου. Τα ιταλικά ποιήματα που αυτοσχεδίαζε εκείνη την εποχή εκδόθηκαν το 1822, η μόνη έκδοση καθ΄όσο ζούσε ο ποιητής, με τον τίτλο, Rime improvvisante. Οι υπόλοιπες εκδόσεις των έργων του θα γίνουν μετά τον θάνατό του.
Με την επιστροφή του στη Ζάκυνθο ο Σολωμός εκπληρώνει το μεγάλο σκοπό της ζωής του. Μαζεύει εθνικά τραγούδια, δηλαδή δημοτικά τραγούδια από όλα τα μέρη της Ελλάδας, σε μια προσπάθεια να ανακαλύψει υλικό που θα γεμίσει το δικό του ποιητικό σχήμα. Παράλληλα με τα ιταλικά ποιήματα, ο Σολωμός έκανε και τις πρώτες απόπειρες να γράψει και στα ελληνικά. Δύσκολο το εγχείρημα, όχι διότι ο ποιητής δεν γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα, αφού η παιδεία του ήταν κλασσική και ιταλική, αλλά και επειδή δεν υπήρχαν πολλά αξιόλογα ποιητικά έργα στην δημοτική γλώσσα, τα οποία θα μπορούσε να αξιοποιήσει ως πρότυπο. Γιά να διαμορφώσει λοιπόν το γλωσσικό του όργανο, τη δημοτική γλώσσα, άρχισε να μελετάει συστηματικά τα δημοτικά τραγούδια. Τα ποιήματα που ξεχωρίζουν από τα έργα αυτής της περιόδου είναι Η Ξανθούλα, Τα δύο αδέλφια και η τρελή μάνα.
Για την στροφή του Σολωμού προς την συγγραφή στα ελληνικά, θεωρείται σημαντική η συνάντησή του το 1822 με το Έλληνα πολιτικό Σπυρίδωνα Τρικούπη. Ο Τρικούπης επισκέφτηκε τη Ζάκυνθο το 1822 προσκεκλημένος του μεγάλου φιλέλληνα Φρειδερίκου Γκίλφορντ. Η φήμη του Σολωμού στην Ζάκυνθο ήταν ήδη μεγάλη και ο Τρικούπης θέλησε να τον γνωρίσει. Στη δεύτερη συνάντησή τους ο Σολωμός του διάβασε το ιταλικό ποίημα του Ωδή για την πρώτη λειτουργία και ο Τρικούπης του είπε. Η ποιητική σας ιδιοφυία σας επιφυλάσσει μια διαλεχτή θέση στο ιταλικό Παρνασσό. Αλλά οι πρώτες θέσεις εκεί είναι πιασμένες. Ο ελληνικός Παρνασσός δεν έχει ακόμη τον Δάντη του. Ο Σολωμός του εξήγησε ότι δεν γνώριζε καλά τα ελληνικά και ο Τρικούπης τον βοήθησε στην μελέτη των ποιημάτων του Χριστόπουλου.
Ο πρώτος σημαντικός σταθμός στην ελληνόγλωσση δημιουργία του Σολωμού, ήταν Ο Ύμνος εις την Ελευθερία, τον οποίον ολοκλήρωσε τον Μάιο του 1823, ένα ποίημα εμπνευσμένο από την ελληνική επανάσταση του 1821. Το ποίημα αυτό δημοσιεύτηκε στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι το 1824 αλλά και στο Παρίσι το 1825 σε γαλλική μετάφραση και αργότερα και σε άλλες γλώσσες. Η φήμη του ποιητή εξαπλώθηκε πέρα από τα στενά όρια του νησιού του. Στο έργο αυτό εξ΄άλλου οφείλεται και η εκτίμηση που απολάμβανε ο Σολωμός μέχρι τον θάνατό του, αφού τα υπόλοιπα έργα του ήταν γνωστά μόνο στον στενό κύκλο των θαυμαστών και μαθητών του.
Με τον Ύμνο εις την Ελευθερία άρχισε μια σημαντική περίοδος για την μετέπειτα διαμόρφωση του ποιητή. Είναι η εποχή εις την οποία έχει κατακτήσει πλέον την γλώσσα και προσπαθεί να δοκιμαστεί σε συνθετότερες μορφές, να διευρύνει τον κύκλο των εμπνέυσεών του και να εγκαταλείψει την ευκολία του αυτοσχεδιασμού. Καρπός των αναζητήσεων αυτής της περιόδου ήταν η Ωδή εις τον θάνατον του Λόρδου Μπάιρον, ποίημα που έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον Ύμνο, αλλά και πολλές αδυναμίες.
Το 1828, μετά από προστριβές και οικονομικές διαφορές με τον αδελφό του Δημήτριο, για κληρονομικά ζητήματα, ο Σολωμός φεύγει στην Κέρκυρα, όπου εκείνη την εποχή ήταν ένα σημαντικό πνευματικό κέντρο για τα Εφτάνησα. Όμως δεν ήταν μόνο τα οικογενειακά προβλήματα η αιτία της αναχώρησης του ποιητή. Από το 1825 ο Σολωμός σχεδίαζε την αναχώρησή του για την Κέρκυρα η οποία θα του προσέφερε όχι μόνο ένα περιβάλλον πνευματικότερο αλλά και την απομόνωση που ταίριαζε στον χαρακτήρα του και η οποία του ήταν απαραίτητη για την μελέτη και την ενασχόλησή του με την ποίηση. Στην Κέρκυρα ο Σολωμός βρέθηκε σύντομα στο επίκεντρο ενός κύκλου θαυμαστών και ποιητών, ενός πυρήνα από πνευματικούς ανθρώπους με μεγάλη μόρφωση, με προοδευτικές και φιλελεύθερες ιδέες και με αυστηρές αξιώσεις για την τέχνη. Τα σημαντικότερα πρόσωπα με τα οποία σχετίστηκε ο Σολωμός, ήσαν ο Νικόλαος Μάντζαρος, ο οποίος και εμελοποίησε τα δύο πρώτα τετράστιχα του Ύμνου, ο Ιωάννης Ζαμπέλιος και ο αδελφός του Σπυρίδων, ο Ερμάνος Λούντζης, ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Πέτρος Βραϊλας Αρμένης, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Ιούλιος Τυπάλδος, ο Γεράσιμος Μαρκοράς και άλλοι. Όμως το 1851 εμφανίζονται τα πρώτα σοβαρά προβλήματα υγείας και ο χαρακτήρας του έγινε ακόμη πιο ιδιόρρυθμος. Αποκόπηκε από τα φιλικά του πρόσωπα και μετά την τρίτη εγκεφαλική συμφόρηση που έπαθε το 1856 δεν έβγαινε πλέον από το σπίτι του. Τελικά τον Φεβρουάριο του 1857 πέθανε. Ήταν τόσο γενική και στέρεη η φήμη του ώστε όταν μαθεύτηκε ο θάνατός του, όλος ο λαός πένθησε. Το θέατρο της Κέρκυρας έκλεισε, η Ιόνιος Βουλή σταμάτησε τις εργασίες της και αποφάσισε να κηρυχτεί πένθος για τον ποιητή. Το 1865 τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Ζάκυνθο και φυλάσσονται στο Μουσείο που φέρει το όνομά του.
Το έργο του Σολωμού είναι μεγάλο και αξίζει μιας ιδιαίτερης μελέτης. Όμως μπορούμε να πούμε ότι τα πρώτα ποιήματα του Σολωμού, αυτά της Ζακυνθινής περιόδου, ήσαν κυρίως σύντομα στιχουργήματα στα πρότυπα των ιταλικών ποιημάτων. Πρώτος σημαντικός σταθμός του στην ποίηση είναι ο Ύμνος εις την Ελευθερία. Χάρη σ’ αυτό το έργο καθιερώθηκε σαν εθνικός ποιητής και απέκτησε τη φήμη που απολάμβανε ως τον θάνατό του.
Ντέννης Κονταρίνης

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

Κεφαλονίτες και Ιθακήσιοι

Στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973

Ένα βιβλίο – ντοκουμέντο του καθηγητή Πέτρου Πετράτου

Ένα πραγματικά αξιόλογο, ένα σημαντικό βιβλίο, ένα βιβλίο που υπεύθυνα μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν ένα ντοκουμέντο, και που αναφέρεται στην εξέγερση τοιυ Πολυτεχνείου, κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάϊο ο καθηγητής ιστορίας στο Αργοστόλι, Πέτρος Πετράτος, ο οποίος, φοιτητής τότε, ήταν κι΄αυτός μέσα στην εξέγερση.
Τίτλος του βιβλίου είναι Κεφαλονίτες και Ιθακήσιοι στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973. Όπως ο ίδιος εξηγεί στον πρόλογο του βιβλίου, σκοπός του δεν είναι να καταγράψει τα γεγονότα της ιστορικής εκείνης εξέγερσης τον Νοέμβριο του 1973 αλλά να κάμει γνωστή την παρουσία και την συμμετοχή των Κεφαλονιτών και των Ιθακήσιων φοιτητών στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, και μέσα από τις μαρτυρίες τους να ξετυλιχτεί στιγμή τη στιγμή, ώρα την ώρα η τραγωδία που έζησε η Ελλάδα κείνες τις τρεις μέρες του Νοέμβρη του 1973. Όπως φαίνεται από τις μαρτυρίες που περιέχονται στις σελίδες του βιβλίου., οι Κεφαλονήτες και Ιθακήσιοι φοιτητές κείνη την εποχή ήσαν πάρα πολλοί. Και μάλιστα, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, οι περισσότεροι απ΄αυτούς είχαν θέσεις στα πλέον επίκαιρα σημεία του Πολυτεχνείου. Κάποιοι απ΄αυτούς ήσαν στην κεντρική πόρτα την οποία εγκρέμισε το τανκ και άλλοι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στα ιατρεία και στις αίθουσες που είχαν μετατραπεί σε νοσοκομείο.


Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει στο βιβλίο του ο καθηγητής κ. Πετράτος οι Κεφαλονίτες και Ιθακήσιοι φοιτητές που συμμετείχαν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και οι οποίοι σήμερα είναι καταξιωμένοι επιστήμονες, επιχειρηματίες και αξιόλογα πρόσωπα της ελληνικής κοινωνίας, ήσαν:Γιώργος Αλεξάτος, ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας, Μάκης Αποστολάτος, συγγραφέας και εκδότης του περιοδικού Ομπρέλα, Γρηγόρης Βαλλιάνος, επαγγελματίας με τεχνικό γραφείο στην Στουτγάρδη – Γερμανία, Νίκος Γαλιατσάτος, φυσικός στην Β!θμια εκπαίδευση, Σταυρούλα Γιακουμάτου, επιχειρηματίας, Αλέκος Καλαφάτης, μαθηματικός, Αλέκος Καλλίνικος, διευθυντής χειρουργικής κλινικής στο Νομαρχιακό νοσοκομείο Καφαλονιάς, Ευανθία Καμινάρη, λογίστρια στη ΔΕΗ, Τζόγια Καππάτου, στην Πολυτεχνική Σχολή του πανεπιστημίου της Πάτρας, Γιάννης Κουβαράς, ιατρός, Βαγγέλης Κουρής, δικηγόρος, Γιάννης Κρούσος, καφεπαντοπώλης, Ελένη Παπαδήμα, φιλόλογος, Μέλπω Λεκατσά, φαρμακοποιός, Σπύρος Λυκιαρδόπουλος, ιατρός στο Γενικό Νοσοκομείο Κεφαλονιάς, Σπύρος Λυκούδης, νομικός, Σπύρος Μαγουλάς, επιχειρηματίας, Διονύσης Μαρκαντωνάτος, ποιητής, Παναγής Μεταξάς, καθηγητής Κέντρου αγγλικής γλώσσας στο Αργοστόλι, Ευτυχία Μπεκατώρου, Επαγγελματίας, Μαριάνθη Παγουλάτου, δημοσιογράφος της Γενικής Γραμματείας – Ενημέρωσης, Γιώργος Παϊζης, μαθηματικός στην Β!θμια εκπαίδευση, Γιώργος Παπαγιανόπουλος, αρχιτέκτων στο ΥΠΕΧΩΔΕ – συγγραφέας, Πέτρος Πετράτος, φιλόλογος στη Β!θμια εκπαίδευση, Βασίλης Πινιατώρος, ελεύθερος επαγγελματίας, Γεράσιμος Ποταμιάνος, εμπειρογνώμως Ευρωπαϊκών Θεμάτων, Γεράσιμος Ρηγάτος, Επίκουρος καθηγητής Ογκολογίας, επίτιμος διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, Καίτη Σταματάτου, Αρχιτέκτων, Βασίλης Στεφάτος, πολιτικός μηχανικός, Ελένη Χιόνη, ελεύθερη επαγγελμιατίας, Γιάννης Φαρακλός, δικηγόρος, Γεράσιμος Φραντζιός, ψυχίατρος, Γιάννης Ψαρράς, πολιτικός μηχανικός, κι΄ακόμη αυτοί που έχουν φύγει πλέον από την ζωή. Νίκος Αντωνάτος, Διονύσης Αυγερινός, Βασίλης Βαγγελάτος, Χάρης Γαϊτανίδης, Δημήτρης Κουγιανός, Σπύρος Κουτσουβέλης, Τάσος Λουκέρης, Νίκος Λυκιαρδόπουλος, Τάκης Μορφωνιός, Σπύρος Μοσχονάς, Στέφαλος Μπεκατώρος, Αποστόλης Μπερδεμπές, Νίκος Παγουλάτος, Βαγγέλης Ρωμανός, Γιώργος Σκιαδαρέσης, Βασίλης Στεργιώτης και Βαγγέλης Τουμάσης.

Το Πολυτεχνείο, αναφέρεαι στο βιβλίο, ήταν ένα κορυφαίο, σύνθετο, πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό γεγονός. Σφράγισε ανεξίτηλα, όχι μόνο τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας αλλά και την προσωπική ζωή του καθ΄ενός μας.
Συγκλονιστική η μαρτυρία του Αλέκου Καλαφάτη, ο οποίος ήταν ακριβώς πίσω από την κεντρική είσοδο του Πολυτεχνείου, στην οδό Πατησίων, την ώρα που το τανκ την γκρέμιζε. Το τανκ ξεκινά, εισβάλει. Δυό εικόνες μου είναι ακόμη ξεχωριστές. Η πρώτη. Μιά κοπελιά είναι ακριβώς μπροστά μου, στο ένα – δυό μέτρα. Από την εισβολή του τανκ ανατρέπεται και όπως γέρνει προς τα πίσω με τα χέρια σηκωμένα, στο πρόσωπό της υπάρχει απερίγραπτη σαστιμάρα, απόγνωση, ενώ το πρόσωπό της γυαλίζει από τους προβολείς. Η δεύτερη. Κοιτάζω δίπλα μου κι’ ο Γιάννης έχει εξαφανιστεί.
Μιά ακόμη τραγική μαρτυρία του Βαγγέλη Κουρή, δικηγόρου σήμερα στην Αθήνα.
Στο στρατόπεδο πεζοναυτών στο Μπογιάτι, εκεί οδηγήθηκαν όσοι συνελήφθησαν στο Πολυτεχνείο, ο τύρρανος δοκίμασε όλα τα μέσα βασανισμού αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο ήρωας Κάππος δεν λύγισε. Οι δήμιοι από την οργή τους του έκοψαν κομμάτι από το πρόσωπο με σκαρπέλο και του πολτοποίησαν το χέρι με σιδερολοστό.
Η Ελένη Λαδά – Παπαδήμα, φοιτήτρια της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας και φιλόλογος σήμερα καταθέτει. Η αστυνομία διαλύει βίαια κάθε ομόδα που προσπαθεί να φτάσει στο Πολυτεχνείο. Δεν θέλουν άλλους μάρτυρες γιά τα φονικά τους εγκλήματα. Οι μάνικες πλένουν τους δρόμους γύρω από το Πολυτεχνείο γιά να εξαφανίσουν τα αίματα.
Από την Μέλπω Λεκατσά, φοιτήτρια της φαρμακευτικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και φαρμακοποιό σήμερα διαβάζουμε στην κατάθεσή της. Εγώ συμμετέχω με άλλους φοιτητές της Ιατρικής στην οργάνωση του αυτοσχέδιου ιατρείου και φαρμακείου στον 1ο όροφο, που δυστυχώς πέρα από κάθε πρόβλεψη γέμισε με βαρειά τραυματισμένους και νεκρά άψυχα κορμιά μετά τις επτά η ώρα την Παρασκευή, από τις έξω συμπλοκές στους τριγύρω δρόμους. Ζω την απόλυτη φρίκη μπροστά στα διαμελισμένα μέλη νέων παιδιών.
Ο Βασίλης Στεφάτος, φοιτητής της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ τότε και πολιτικός μηχανικός σήμερα καταθέτει. Το Πολυτεχνείο ήταν ο τόπος, όπου εκφράστηκε η συμπυκνομένη αντίδραση της σπουδάζουσας νεολαίας απέναντι στην αιματοβαμένη και αμερικανοκίνητη χούντα.....Ο ηρωισμός, τα θύματα, οι νεκροί, η κτηνώδης επέμβαση και η ωμή βία των στρατοκρατών, .....συνετέλεσαν ώστε η εξέγερση να καταλάβει, από κείνες τις στιγμές, την κορυφαία θέση μεταξύ όλων των αντιστασιακών ενεργειών ενάντια στην απριλιανή δικτατορία.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κατάθεση του Γιάννη Φαρακλού, φοιτητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών τότε και δικηγόρου στην Αθήνα σήμερα. Βρισκόταν ακριβώς μπροστά στην κεντρική είσοδο του Πολυτεχνείου όταν το τανκ εισέβαλε. Η κεντρική πύλη γκρεμίζεται. Μαζύ της και δυό παλληκάρια από τους παραστάτες μέσα στο προαύλιο. Εμείς κραυγάζαμε. Τα παιδιά, τα παιδιά. Δολοφόνοι, φονιάδες.

Ατέλειωτες οι καταθέσεις των Κεφαλονητών και Ιθακήσιων, που φοιτητές κείνη την εποχή βρέθηκαν μέσα στο Πολυτεχνείο γιά να προτάξουν τα στήθια τους στην δικτατορία του Παπαδόπουλου και του Πατακού. Και πως να τις αραδιάσει κανείς όλες αυτές. Αξίζει όμως να αναφερθούμε σαν επίλογο στην κατάθεση που έδωσε στο Δικαστήριο, ο αείμνηστος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κώστας Αλιβιζάτος ο οποίος έννοιωσε σαν καθήκον του κείνες τις μέρες να βρεθεί πλάϊ στους εξεγερμένους φοιτητές.
Σηκώθηκα γύρω στις 11.30-12 τη νύχτα από το κρεββάτι μου και μετέβην στο Πολυτεχνείο συνοδευόμενος από την σύζυγό μου. Μόλις έφτασα στο Πολυτεχνείο, στην πύλη, δεν συνάντησα αντίσταση. Ρώτησα γιά τραυματίες και νεκρούς. Έμαθα πως υπάρχουν τραυματίες και ένας νεκρός. Ο Β. Σταμούλης, φοιτητής Παντείου, υιός ιατρού από την Πάτρα, ο οποίος είχε βληθεί από σφαίρα στο λαιμό. Ο νεκρός μετεφέρθει στο Ρυθμιστικό, πάνω σε μιά πόρτα.Γύρω στη 1 ακούσαμε θόρυβο. Βρισκόμουν έξω από την αίθουσα της Σχολής καλών Τεχνών, αμέσως αριστερά μετά την είσοδο στο Πολυτεχνείο. Ο θόρυβος προήρχετο από στρατό. Εκείνη τη στιγμή θελήσαμε να φύγουμε με τη γυναίκα μου. Δεν ήταν δυνατόν γιατί οι πόρτες ήσαν κλειστές. Αμέσως μετά ακούστηκε ένας φοβερός κρότος. Το τανκ που είχε πλησιάσει ώρμησε στην κεντρική πύλη και την έρριξε κάτω, ενώ στα κάγκελα και πίσω από αυτήν υπήρχαν φοιτητές.
Γιά το βιβλίο του καθηγητή Πέτρου Πετράτου και γιά όλες τις μαρτυρίες και καταθέσεις που περιέχονται σ΄αυτό, θα μπορούσε κανείς να μιλάει μέρες, βδομάδες μήνες. Ο Πέτρος Πετράτος, με το βιβλίο του αυτό, μετά από 36 χρόνια, μας ξαναφέρνει στις μέρες εκείνες και μας γεννάει ένα μεγάλο γιατί; Κείνη τη νύχτα της 17ης Νοέμβρη του 1973, το τανκ της χούντας δεν γκρέμισε την πόρτα του Πολυτεχνείου. Γκρέμισε την Ελλάδα.

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Επτανησιακή Λογοτεχνία

Η ανάπτυξη των ελληνικών γραμμάτων στα Εφτάνησα, μέσα από τις διάφορες ξένες κατοχές που κατά μεγάλα διαστήματα γνώρισαν τα νησιά δημιούργησαν την λεγόμενη «Επτανησιακή Σχολή»
Είναι πλέον γεγονός σήμερα ότι τα Εφτάνησα είχαν αναπτύξει μια ιδιαίτερα δική τους ξεχωριστή λογοτεχνία. Μια λογοτεχνία που μπορεί να δείχνει καθαρά πόσο πολύ επηρεασμένη είναι από τους ξένους καταχτητές, χωρίς βέβαια αυτό να θεωρείται σαν ένα κάποιο μειονέκτημα αλλά περισσότερο, μπορεί να πει κανείς ότι δείχνει να αποτελεί ένα ξεχωριστό προτέρημα. Απόδειξη τούτου ότι κατά το διάστημα της Ενετοκρατίας στα Εφτάνησα θα κάμει την εμφάνιση του ένας μεγάλος αριθμός λογίων των ελληνικών γραμμάτων.
Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα ήταν αυτή η χρονική περίοδος, που αποτέλεσε το κέντρο γύρω από το οποίο αναπτύχθηκαν στα Εφτάνησα λογοτεχνικοί κύκλοι οι οποίοι, όπως ήταν επόμενο αποτέλεσαν το ενδιαφέρον των επιστημόνων και των ερευνητών.
Η λογοτεχνική αυτή κίνηση ανέδειξε τα μεγάλα πρόσωπα της λογοτεχνίας των νησιών του Ιονίου αλλά και σημαντικότερα θέματα της Επτανησιακής Σχολής.

Αδιαμφισβήτητα υπήρξε μεγάλη η προσφορά του Διονυσίου Σολωμού στην διαμόρφωση της Επτανησιακής Λογοτεχνίας. Αλλά και η συνέχεια που ακολούθησε με την σημαντική παρουσία του Ιάκωβου Πολυλά, του Λορέντζου Μαβίλη, του Κωνσταντίνου Θεοτόκη και πολλών άλλων, προσέδωσε νέα ανύψωση και μια διαδρομή προοδευτικής εξέλιξης στην Επτανησιακή λογοτεχνία.
Τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα που θα σημαδέψουν τον 18ο αιώνα είναι επόμενο να επιδράσουν και στα Εφτάνησα και μπορεί να πει κανείς ότι είναι αυτά τα γεγονότα που θα συμβάλουν στην γέννηση του εφτανησιακού πολιτισμού και κατ΄ επέκταση στην διαμόρφωση της επτανησιακής λογοτεχνίας.

Οι ερευνητές του Ιονίου χώρου, μέχρι σήμερα δεν έχουν μελετήσει όσο πρέπει τις σχέσεις Παιδείας και Λογοτεχνίας στα Εφτάνησα. Η καλλιέργεια της Παιδείας, η ίδρυση πνευματικών φορέων, πνευματικών εταιρειών και σωματείων, καθώς και η εκπαίδευση των Επτανησίων στο εξωτερικό προετοίμασαν το έδαφος για την εξέλιξη της ποίησης και του πεζού λόγου. Οι επιδράσεις της ιταλικής λογοτεχνίας σε μεταφράσεις των Επτανησίων λογοτεχνών και η καλλιέργεια της δημοτικής γλώσσας, της γλώσσας που πρώτος, θα μπορούσε να πει κανείς ότι εδίδαξε ο Διονύσιος Σολωμός, συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη της Επτανησιακής Λογοτεχνίας. Η Ιατρική Εταιρεία, η Ιονική Ακαδημία, η Βιβλική Εταιρεία, η Αναγνωστική Εταιρεία, η οποία σώζεται και λειτουργεί μέχρι σήμερα, η Φιλαρμονική Εταιρεία, η Εταιρεία Φιλομαθών, έχουν να επιδείξουν έργο μορφωτικό, έργο πατριωτικό, και η προσφορά τους έχει κριθεί σαν σημαντική στην Επτανησιακή Λογοτεχνία.
.
Μέσα στις αίθουσες της Αναγνωστικής Εταιρείας, που είχε ιδρυθεί στην Κέρκυρα, όταν ο χώρος λειτουργούσε σαν χώρος συνάντησης, ο φιλόσοφος Πέτρος Βραίλας, οι ιστορικοί, Ανδρέας Μουστοξύδης και Ιωάννης Ρωμανός, ο επιστήμων Ζαβιτσιάνος και στην συνέχεια οι Λορέντζος Μαβίλης, Ιάκωβος Πολυλάς και Κωνσταντίνος Θεοτόκης πέρασαν μέρες ατέλειωτες εκεί και ήταν εκεί, στις αίθουσες της Αναγνωστικής Εταιρείας που ο χαρακτήρας τους ζυμώθηκε κι έδωσε μορφή στο λογοτεχνικό έργο τους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τους Επτανήσιους λόγιους δόθηκε στο σημαντικό εργαλείο της λογοτεχνίας. Στην γλώσσα. Με γενάρχη, δάσκαλο και μεγάλο οδηγητή τον Διονύσιο Σολωμό, η ζωντανή γλώσσα του λαού, η γλώσσα η δημοτική, διαδραμάτησε τον σπουδαιότερο ρόλο στην διαμόρφωση της Επτανησιακής Λογοτεχνίας. Ο κοινός αγώνας όλων αυτών των φορέων είχε σαν αποτέλεσμα την αναγνώριση της ελληνικής γλώσσας στα Εφτάνησα.

Η κατοχή των νησιών από τους Γάλλους αναμφισβήτητα θα δώσει μια καινούργια ώθηση στην πρόοδο της εφτανησιακής λογοτεχνίας και θα είναι αυτή που θα συμβάλει σημαντικά στην ίδρυση της Ιόνια Ακαδημίας. Της Ακαδημίας που υπήρξε ένα όραμα του Ιωάννη Καποδίστρια και έγινε πραγματικότητα από τον μεγάλο έρωτα του Φρειδερίκου Γκίλφορντ για την Ελλάδα Στην Ιόνιο Ακαδημία από τους ιδρυτές της αποφασίστηκε ότι, ....η νέα ελληνική γλώσσα ήθελε είσθαι το μόνο μέσον διά την παράδοσιν των μαθημάτων εις την Ακαδημίαν.



Ντένης Κονταρίνης

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

Η πρώτη μέρα του πολέμου

28η Οκτωβρίου. Ημέρα ιστορική. Ημέρα που χαράχτηκε έντονα μέσα στα συρτάρια του νου μου. Και διάλεξα αυτή τη μέρα, σήμερα, σαν ένα διάλειμμα για να προστάξω, από τούτον δω το χώρο, τις μνήμες μου να ξυπνήσουν, Τις μνήμες κείνης της ημέρας,
Δευτέρα πρωί ήτανε κείνη η 28η του Οκτώβρη το 1940, όταν μικρά παιδιά τότε, όπως κάθε μέρα πήραμε το δρόμο για το σκολειό μας. Κανείς, τουλάχιστον από μας, από τον απλό λαό θέλω να πω, δεν είχε ιδέα τι ακριβώς είχε συμβεί κείνο το πρωινό. Ούτε σειρήνες ακούσαμε να ουρλιάζουν, ούτε φωνές ακούστηκαν που να μιλούν για τον πόλεμο.
Η Κέρκυρα σχεδόν αποκομμένη τότε από την υπόλοιπη Ελλάδα μπορεί να πει κανείς ότι ζούσε στον δικό της κόσμο. Το ραδιόφωνο ήτανε ένα σπάνιο πράγμα για το νησί μας και τη μικρή μας πόλη κι είναι ζήτημα αν ένα ή δύο υπήρχαν τότε σε όλο το νησί. Κι όσο για τις εφημερίδες θα έπρεπε να περιμένουμε το πλοίο της γραμμής που ερχόταν κάθε Πέμπτη για να μάθουμε τι γινόταν στον κόσμο.
Έτσι ξεκινήσαμε και φτάσαμε στο σκολειό μας. Έξω από την πόρτα μας περίμενε ο διευθυντής μας με δύο από τις δασκάλες μας . Τις θυμάμαι ακόμη. Ήταν η κυρία Γεωργία και η κυρία Φούλα. Εκεί μάθαμε το τρομερό μαντάτο.
-Γυρίστε γρήγορα στα σπίτια σας, μας είπε ο διευθυντής. Έχουμε πόλεμο με την Ιταλία. Το σχολείο έκλεισε.
Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής τρέχοντας και φωνάζοντας.
-Έχουμε πόλεμο με την Ιταλία. Το σκολειό μας έκλεισε.
Και ήτανε αδύνατο τότε να καταλάβουμε αν οι φωνές και τα γέλια ήτανε για το κλείσιμο του σκολειού ή για τον πόλεμο, που καλά-καλά δεν ξέραμε τι ήτανε.
Σαν έφτασα στο σπίτι μας βρήκα εκεί να έχει γυρίσει από τη δουλειά του και ο πατέρας μου και να συζητάει με τους άλλους γειτόνους. Τους άκουσα που έλεγαν μια λέξη που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν άγνωστη στο παιδικό μας λεξιλόγιο. “ Καταφύγιο” ήταν η άγνωστη λέξη. Κι είχα μείνει να αναρωτιέμαι σαν τι μπορεί να είναι αυτό το πράμμα. Κι ακόμη τους άκουσα να λένε πως κάποια στιγμή μπορεί να φτάσουν πάνω από την πόλη τα αεροπλάνα να ρίξουν τις μπόμπες-έτσι τις έλεγαν-κι ότι τα σπίτια είναι ψεύτικα και δεν θ’ αντέξουν. Κι έλεγαν κι άλλα τέτοια πολλά άγνωστα για μας τα μικρά τότε.
Κάποια στιγμή βρέθηκε το καταφύγιο. Ήταν το υπόγειο από ένα καινούργιο χτισμένο σπίτι το οποίο το είχαν φτιάξει από τσιμέντο και τούβλα. Πράμμα σπουδαίο κείνη την εποχή. Εκεί έμελλε να περάσουμε όλη την διάρκεια που κράτησε ο πόλεμος με τους Ιταλούς με τον κίνδυνο αν έπεφτε μια βόμβα πάνω σε κείνο το σπίτι να θαφτούμε όλοι αφού εκείνο το υπόγειο δεν ήταν καταφύγιο αλλά τάφος.

Κι ενώ λοιπόν νομίζαμε ότι είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τα αεροπλάνα των Ιταλών, όταν αυτά φάνηκαν πάνω στον ουρανό της Κέρκυρας, θάτανε την 1η Νοεμβρίου του ΄40 αν θυμάμαι καλά, κάποιοι ξεχύθηκαν στους δρόμους και φωνάζανε.
-Είναι δικά μας, είναι ελληνικά.
Λες κι η πατρίδα μας τότε είχε τόσα πολλά αεροπλάνα, που της περίσσευαν να τα στέλνει πάνω από τις πόλεις για περίπατο.
Έτσι οι πρώτες βόμβες που έπεσαν στην πλατεία Σπιανάδα και στο Σαν Ρόκκο, βρήκαν έναν κόσμο να ζητωκραυγάζει και να χειροκροτεί τα αεροπλάνα που αυτά σκορπούσαν το θάνατο πάνω τους.
Οι πρώτοι νεκροί στην Κέρκυρα έπεσαν εκεί, στις δύο πλατείες. Στην Σπιανάδα και στο στην πλατεία Σαν Ρόκκο, βάφοντάς τες με το αίμα τους.
Από κείνη την ημέρα τα ιταλικά αεροπλάνα δεν έλειψα σχεδόν ούτε μια μέρα πάνω από την Κέρκυρα. Κι η μικρή μας πόλη, τελείως ανυπεράσπιστη, δεχόταν τον θάνατο που κουβαλούσαν μέσα στα σπλάχνα τους τα αεροπλάνα. Κι ήταν αυτό μια κατάσταση που σιγά-σιγά αρχίσαμε να την συνηθίζουμε και να ζούμε μ’ αυτήν. Είχαμε μάθει να ζούμε με τον πόλεμο.
.
Ντέννης Κονταρίνης

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

Ληξούρι

Αν οι Κεφαλλονίτες είναι τρελοί,
τότε οι Ληξουριώτες είναι πιο τρελοί από τους τρελούς.

Το Ληξούρι στην Κεφαλονιά είναι από τις πιο γραφικές πόλεις στο νησί και η δεύτερη σε πληθυσμό μετά από το Αργοστόλι. Σημαντικότατη πόλη του νησιού, με παραδοσιακά σπίτια πνιγμένα στα λουλούδια, όμορφες πλατείες με γραφικά καφενεία και αξιόλογες εκκλησιές, στηρίζει τη φήμη του στους ανθρώπους του, που είναι έξυπνοι, ευαίσθητοι, φιλικοί, ανοιχτόκαρδοι και με πάρα πολύ χιούμορ. Το Ληξούρι είναι μια ήσυχη , σύγχρονη και μοντέρνα πόλη, που ξαναχτίστηκε από την αρχή, μετά από τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953 – τότε είχε καταστραφεί ολοσχερώς . Η ρυμοτομία της και η αρχιτεκτονική της θυμίζουν την παλιότερη Ελλάδα. Το Ληξούρι είναι η πρωτεύουσα του Δήμου Παλικής, περιλαμβάνει 14 Δημοτικά Διαμερίσματα και 22 Οικισμούς, σε μια έκταση 145 τετραγωνικών χιλιομέτρων, με πληθυσμό 6.500 κατοίκους.
Η πόλη αναφέρεται πρώτη φορά σε έγγραφο του 1534 και είχε σχετικά γρήγορη ανάπτυξη – στην απογραφή του 1583 είχε 581 κατοίκους. Αργότερα διεκδίκησε και την πρωτεύουσα του νησιού, που μεταφερόταν από το κάστρο του Αγίου Γεωργίου, αλλά τελικά αυτή κατέληξε στο Αργοστόλι.
Από τότε μεταξύ των Ληξουριωτών και των Αργοστολιωτών υπάρχει μια αντιπαλότητα την οποία οι κάτοικοι και των δύο πόλεων αντιμετωπίζουν με καυστικό χιούμορ, που πολλές φορές αγγίζει τα όρια της υπερβολής. Πέρυσι οι Ληξουριώτες έκλεψαν τον καρνάβαλο του Αργοστολίου και τον επέστρεψαν μετά από μερικές μέρες. Έμεινε χαρακτηριστική η μεταφορά της επιστροφής του καρνάβαλου καθώς στην πομπή προηγείτο η φιλαρμονική του Ληξουρίου, ακολουθούσαν οι μεταφορείς του καρνάβαλου και πίσω ακολουθούσε όλο το Ληξούρι. Μπορεί κανείς να φανταστεί τι έγινε κατά την παράδοση.
Το Ληξούρι βρίσκεται σε μια περιοχή εξαιρετικής ομορφιάς, εκεί που στα παλιά χρόνια ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη της Παλής, ή Παλαιόκαστρο.
Η πόλη άλλαξε ριζικά μετά το 1800 οπότε και κατασκευάστηκαν δρόμοι, εκκλησιές και αρκετά δημόσια κτήρια.


Στην περίοδο της αγγλικής κυριαρχίας – κατοχή των Επτανήσων – το Ληξούρι υπήρξε η έδρα της Λέσχης Ομόνοιας, η οποία διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην Ένωση των νησιών με την υπόλοιπη Ελλάδα. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1848 περίπου 200 οπλισμένοι χωρικοί προσπάθησαν να καταλάβουν την πόλη από τους Άγγλους και συγκρούστηκαν μαζί τους. Η εξέγερση δυστυχώς απέτυχε όπως απέτυχε και η αντίστοιχή της στο Αργοστόλι.
Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από το Ληξούρι βρίσκεται η Ομηρική Ιθάκη του Οδυσσέα. Στο χωριό Κοντογενάδα λέγεται ότι είχαν ανακαλυφθεί μυκηναϊκοί τάφοι οι οποίοι όμως δυστυχώς δεν διασώζονται.
Η πόλη χωρίζεται από έναν μικρό χείμαρρο τον οποίον περιπεχτικά οι Αργοστολιώτες τον ονομάζουν Σηκουάνα ενώ στο Ληξούρι έχουν δώσει το όνομα Μικρό Παρίσι.
Για να φτάσει κανείς στο Ληξούρι θα πρέπει να ακολουθήσει τον γραφικό παραλιακό δρόμο από το Αργοστόλι, να περάσει τα Κουρουκλάτα, τα Κοντογουράτα και στο Κατοχώρι να στρίψει αριστερά. Αξίζει μια επίσκεψη στους Πετανούς, και στην παραλία του Ξι με την κόκκινη αμμουδιά. Εκεί υπάρχει και το άγαλμα του Ληξουριώτη σατυρικού ποιητή και πεζογράφου, Ανδρέα Λασκαράτου που έχει τις πλάτες του στραμμένες προς το Αργοστόλι. Οι συντοπίτες του ποιητή υποστηρίζουν ότι ο Λασκαράτος γυρνά περιφρονητικά τις πλάτες του στο Αργοστόλι. Ο Ανδρέας Λασκαράτος, μεγάλος πεζογράφος και σατυρικός ποιητής, υπήρξε μια από τις δυνατές παρουσίες στο χώρο της λογοτεχνίας της χώρας μας και με τους κεφαλλονίτικους γλωσσικούς ιδιωματισμούς και την έντονη αντικληρική διάθεση ανάγαγε την σάτιρα σε πραγματικό έργο τέχνης. Στα Ριτσάτα βρίσκεται και το πατρικό σπίτι του μεγάλου μας ποιητή. Στην ίδια πλατεία υπάρχει το άγαλμα του Στάμου Πετρίτση και η εκκλησιά του Αγίου Χαραλάμπου, πολιούχου της πόλης του Ληξουρίου.
Κοντά στην παραλία του Ξι βρίσκεται η περίφημη Κουνόπετρα, ένας βράχος που προεξέχει από την θάλασσα και για πολλά χρόνια κουνιόταν με τον ρυθμό της. Το φαινόμενο όμως αυτό σταμάτησε μετά τους σεισμούς του 1953, όπου άλλαξε και η μορφολογία του εδάφους.

Το Ληξούρι στην Κεφαλονιά είναι από τις πόλεις με τα πολλά αξιοθέατα. Μπορείτε να δείτε την Βαλλιάνειο Επαγγελματική Σχολή, που ήταν φημισμένη σε ολόκληρη την Ελλάδα, την Φιλαρμονική Σχολή και την Πετρίτσειο και Ιακωβάτειο Βιβλιοθήκη, το πανέμορφο διώροφο νεοκλασικό αρχοντικό, των Τυπάλδων – Ιακωβάτων με αξιόλογο περιβαλλοντικό χώρο, στο ισόγειο του οποίου φιλοξενείται η βιβλιοθήκη και το μουσείο. Θα βρείτε πάνω από 7.000 βιβλία, συλλογή εικόνων βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής καθώς και χειρόγραφα Ευαγγέλια του 10ου και 15ου αιώνα. Από τις εικόνες που φιλοξενούνται στο μουσείο οι πιο σημαντικές είναι εκείνες που φιλοτεχνήθηκαν από τον Μιχ. Δαμασκηνό. Επίσης σημαντική είναι και η εικόνα “Η Σύναξη της γιορτής του Αγίου Μιχαήλ” που φιλοτέχνησε ο καλόγηρος Φιλόθεος Σκούφος. Ο προαύλιος χώρος έχει διαμορφωθεί κατάλληλα και την θερινή περίοδο πραγματοποιούνται αρκετές πολιτιστικές εκδηλώσεις. Κοντά στο Βουνί υπάρχει ο οικισμός Χαβδάτα που έχει πάρει το όνομα το Μπαλκόνι του Ιονίου για την εκπληκτική θέα που έχει προς το Ιόνιο πέλαγος.
Έχουν ακουστεί πολλές ιστορίες και μερικοί μάλιστα λένε ότι το Ληξούρι και η ευρύτερη περιοχή της Παλικής δεν είναι Κεφαλονιά. Μπορεί να έχουν δίκιο αν σκεφτεί κανείς την μεγαλύτερη ηλιοφάνεια που επικρατεί, καθώς και τους πολλούς αργιλοχωμάτινους όγκους που καταλαμβάνουν την περιοχή.
Στην ενδοχώρα της χερσονήσου συναντάμε πολλούς όμορφους παραδοσιακούς οικισμούς όπως τα Δαμουλιανάτα, Καμιναράτα, Μονοπολάτα, Κοντογενάδα, οι οποίοι έχουν πάρα πολλά αξιοθέατα
Αξίζει τον κόπο μια επίσκεψη στην ιστορική μονή Κηπουραίων. Βρίσκεται 15 χιλ. από το Ληξούρι και χτίστηκε το 1759. Το όνομά της προέρχεται από τους πολλούς κήπους που διατηρούσαν οι μοναχοί. Στην μονή φυλάσσεται η Εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και μέσα σε γυάλινη φιάλη βρίσκεται μύρο του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτη από τον 7ο αιώνα.
Πολιούχος του Ληξουρίου αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Παλικής, είναι ο Άγιος Χαράλαμπος. του οποίου τη μνήμη οι Ληξουρώτες γιορτάζουν στις 10 Φεβρουαρίου. Ο Άγιος Χαράλαμπος θεωρείται ο Άγιος που έσωσε το Ληξούρι από τη χολέρα. Όμως δεν υπάρχουν επίσημες γραπτές αναφορές για το γεγονός αυτό. Το πλέον πιθανόν είναι ότι πρόκειται για την επιδημία χολέρας του 1811.
Η γιορτή του προστάτη Αγίου κάθε χρόνο προσλαμβάνει πανηγυρικό χαρακτήρα. Παραβρίσκεται πάντοτε ο Μητροπολίτης Κεφαλληνίας καθώς και πολλοί άλλοι ιερωμένοι από γειτονικά νησιά. Η πομπή της λιτανείας του Θρόνου και της Εικόνας του Αγίου ξεκινάει από το μικρό εκκλησάκι και με την φιλαρμονική του Δήμου να προηγείται πραγματοποιεί το γύρω της μικρής πόλης με στάσεις σε κάποια σημεία για την ανάπεμψη δεήσεων. Με το τέλος της λιτανείας το πανηγύρι συνεχίζεται μέχρι αργά το βράδυ. Το Ληξούρι είναι γνωστό και για το καρναβάλι του που κάθε χρόνο συγκεντρώνει χιλιάδες κόσμου. Tο ληξουριώτικο καρναβάλι είναι ένα μέρος της πολιτιστικής ύπαρξης των Ληξουριωτών και σαν βάση του έχει την σάτιρα. Αξίζει τον κόπο για το ληξουριώτικο καρναβάλι να πούμε πιο πολλά μια άλλη φορά.

Ντένης Κονταρίνης

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

Ένας σφαγμένος κόκορας που....ζωντάνεψε!!!

Αγαπητοί μου φίλοι,
Μετά από έναν ονειρεμένο περίπατο στα Διαπόντια νησιά, Οθωνούς, Ερείκουσα και Μαθράκι, μετά από την γνωριμία μας με τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια και την επίσκεψή μας στο Μουσείο της Ζακύνθου, νομίζω πως είναι ώρα για λίγο γέλιο. Και πως αλλιώς να γελάσουμε παρά με «τσου κουρλούς Κεφαλονήτες» που όταν ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο στους Κεφαλονήτες έδωσε για.... προίκα την φάρσα. Γιατί μόνο ο κουρλός ο Φρίγκος θα μπορούσε να καταφέρει αυτό που θα διαβάσετε. Απολαύστε το!!!
.
Ένα ολόκληρο χρόνο, η μακαρίτισσα η Μπισκούτσαινα καλοτάιζε τον κόκορά της και τον φοβέριζε.
-Τρώγε μωρέ τον περίδρομο! Πήδα όσο κρατάνε τα κότσια σου! Και λάλιε μέχρι να βγάλεις τα σκώτια σου! Μα σα θα έρθουνε τα Χριστούγεννα θα τα πούμε!...
Και καμάρωνε και καλοτάιζε τον κόκορά της, γιατί τον προόριζε για το Χριστουγεννιάτικο της τραπέζι. Μια κι ο αντρούλης της ο Μπισκούτσης, από τα λίγα κουρέματα και ξουρίσματα που έκανε στο φτωχικό του κουρείο, δεν θα είχε για γαλοπούλα κι αρνί. Μέχρι που έφτασε η μεγάλη της Χριστιανοσύνης μας μέρα και του έκοψε το λαιμό, εκδικούμενη για όσα της έκαμε όλο το χρόνο! Ενώ όπως τον έπλενε και τον καθάριζε αναγλυφότανε και λαχταρούσε κι άψητο να τον φάει!..

Αλλά και καλή και προνοητική νοικοκυρά ήτανε η Μπισκούτσαινα και προ πάντων καλή χριστιανή. Και σαν καλή χριστιανή δεν έπρεπε χριστουγεννιάτικα να μην πάει στην εκκλησιά της. Γι’ αυτό και από την παραμονή έκαμε όλες τις προετοιμασίες του σπιτιού κι ακόμη έστρωσε και το χριστουγεννιάτικό της τραπέζι.
Όσο για τον κόκορα, μόλις ξημέρωσε και τον έβαλε στο ταψί παράγγειλε στον αντρούλη της να μην ξεχάσει αργότερα να της στείλει έναν θεληματάρη να πάει το πουλί εις το φούρνο. Γιατί ο Μπισκούτσης ξεπόρτισε από το χάραμα να πάει να ξυρίσει μερικούς πελάτες του, που θέλανε να είναι Χριστουγεννιάτικα φρεσκοξυρισμένοι. Κι επειδή ήξερε πως ο Μπισκούτσης της ήτανε και χαζούλης και ξεχασιάρης, για τούτο και ξεπορτίζοντας βγήκε στο παραθύρι και του εφώναξε.
-Στο καλό, στο καλό! Αλλά μην ξεχάσεις να μου στείλεις τον θεληματάρη που θα πάει το ταψί με τον κόκορα στο φούρνο. Για να πάω κι εγώ σα χριστιανή στην εκκλησιά μου.
Υπενθύμιση μεγαλόφωνη της Μπισκούτσαινας που έφτασε μέχρι τ΄ αυτιά του σατανικού για τις φάρσες του γειτόνου της, του ράφτη του Φρίγκου.
Ο δε γείτονάς της, ο Φρίγκος, π΄ όλο το χρόνο άκουγε τη Μπισκούτσαινα να μπαίνει στο κοτέτσι της και να φοβερίζει τον κόκορά της, αμέσως και συνέλαβε το σατανικό του σχέδιο. Έτρεξε στην αγορά, βρήκε ένας θεληματάρη, τον καλοπλήρωσε, τον μύησε στο σχέδιό του και τον έστειλε εκ μέρους του Μπισκούτση στη Μπισκούτσαινα να παραλάβει το ταψί για το φούρνο.


Περιττεύει βέβαια να σας πω πως ο Φρίγκος έψησε κι έφαγε με την παρέα του ξέμακρα από τη γειτονιά τους τον κόκορα της Μπισκούτσαινας. Και πως αυτή αρπάχτηκε με τον φούρναρη της γειτονιάς, πως κινήθηκε και η αστυνομία ακόμη χωρίς να βρεθεί το ταψί με τον κόκορα και πως τελικά ο Μπισκούτσης κι η Μπισκούτσαινα νηστίσιμα και καυγαδίζοντας πέρασαν τα Χριστούγεννα. Γιατί όλα τούτα τα έχετε συμπεράνει. Εκείνο όμως που δεν μπορείτε με τη φαντασία σας να συλλάβετε, είναι το ότι ο.....σφαγμένος κόκορας ξαναγύρισε στο κοτέτσι του. Γιατί δεν ξέρετε πως ο Φρίγκος ήτανε ολόσωστος σατανάς για να σκαρώνει και τις πιο απίθανες φάρσες του. Αλλά και πραγματικός άγγελος και όχι κλέφτης. Η δε καλή του καρδιά τον πρόσταξε να κάμει του κόκορα τη νεκρανάσταση. Και μπαίνοντας μετά τα μεσάνυχτα στο κοτέτσι του έπιασε τον κόκορά του. Και μαζί με το ταψί και μ’ ένα καλάθι γεμάτο πατάτες μπήκε και τα κρέμασε στα σύρματα του κοτετσιού της Μπισκούτσαινας. Μόνο που στα δεμένα πόδια του κόκορα κρέμασε κι ένα χαρτί όπου έγραφε.

-Εσύ Μπισκούτσαινα ολόχρονα με φοβέριζες, μ’ έσφαξες και μ’ έβαλες σ’ ένα ταψί με πατάτες. Αλλά εγώ σ’ αγαπάω και ξαναγυρίζω κοντά σου και στις ορφανές μου κοτούλες.
Και το πρωί της επόμενης των Χριστουγέννων, μπαίνοντας νηστική και περίλυπη η Μπισκούτσαινα στο κοτέτσι της για να ταΐσει τις ορφανές της κοτούλες, κόντεψε να λιποθυμήσει από τη χαρά της βλέποντας πως ξαναζωντάνεψε και ξαναγύρισε ο σφαγμένος της κόκορας.
Γιατί ξέχασα να σας ειπώ πως κι ο Μπισκούτσης κι ο γείτονάς του ο σατανικός Φρίγκος είχανε αγοράσει την ίδια μέρα κι από τον ίδιο πουλητή τους δυο κοκόρους και πως μοιάζανε σαν δίδυμα αδελφάκια.

Από το βιβλίο του αείμνηστου Χρήστου Βουνά
«Δυο ώρες με χορτάτα Κεφαλλονίτικα Γέλια»

Ντένης Κονταρίνης

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

Το Μουσείο της Ζακύνθου

Είναι πάρα πολλά τα μουσεία που παρουσιάζουν τον πνευματικό πλούτο του νησιού της Ζακύνθου και πραγματικά αξιόλογα τα εκθέματα. Όμως το κύριο μουσείο της, το μουσείο που χαρακτηρίζεται και βυζαντινό, είναι ό,τι πιο σπουδαίο έχει να επιδείξει το νησί.
Το πρωινό της 12ης Αυγούστου του 1953 τα Εφτάνησα χτυπήθηκαν από την μανία του Εγκέλαδου. Μεγάλες οι καταστροφές, ιδιαίτερα στην Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά όπου τη μανία των σεισμών ακολούθησε η καταστρεπτική φωτιά.
Στη Ζάκυνθο ένα από τα πρώτα κτίρια που παραδόθηκαν στις φλόγες ήτανε το κτίριο Μόντε, όπου στις αίθουσές του φιλοξενούσε έναν ανεκτίμητο θησαυρό έργων του υπό διαμόρφωση νέου μουσείου της Ζακύνθου.
.
Η σκέψη να ιδρυθεί ένα μουσείο στη Ζάκυνθο, ξεκίνησε το 1882 με πρωτοβουλία του ιστοριογράφου Παν. Χιώτη όπου η πρώτη συλλογή έργων που συγκεντρώθηκε προσωρινά φιλοξενήθηκε στην Δημόσια Βιβλιοθήκη. Όμως η μικρή αυτή συλλογή θα εμπλουτισθεί με την ίδρυση το 1908 του Μουσείου Μεσαιωνικών και Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Το 1917 ο καθηγητής Νικόλαος Λαμπρόπουλος, επιμελητής του Μουσείου, θα συγκεντρώσει πολλά έργα από το Κάστρο της Ζακύνθου αλλά και από μισοερειπομένες εκκλησίες. Με την συγκέντρωση όλων αυτών των έργων όμως, ο χώρος πλέον παρουσιάζεται μικρός και φυσικά αρχίζει η αναζήτηση για κάτι πιο μεγάλο. Έτσι το 1919 ο Μητροπολίτης Ζακύνθου Διονύσιος Πλαίσας παραχωρεί τον ναό του Παντοκράτορα στην πλατεία Αγίου Μάρκου.
Φτάνοντας στα 1921 βρίσκουμε μέσα στο ναό και τις δίπλα αποθήκες να υπάρχει ένας μεγάλος αμύθητος θησαυρός από αρχαία βυζαντινά αντικείμενα, πάνω από διακόσιες εικόνες, πολλά ξυλόγλυπτα και ιερά σκεύη.
Ο βυζαντινολόγος Μανώλης Χατζηδάκης φτάνει στη Ζάκυνθο το 1952 σαν απεσταλμένος του Υπουργείου Παιδείας με σκοπό την δημιουργία του Μουσείου στο νέο χώρο όπου είναι το κίτρο του Μόντε.
Λίγες βδομάδες πριν από τους σεισμούς του 1953 με την φροντίδα του Χατζηδάκη είχε αρχίσει η διαμόρφωση των χώρων του νέου Μουσείου το οποίον όμως δεν έγινε ποτέ.
Το πρωινό της 12ης Αυγούστου του 1953 όλη η πόλη της Ζακύνθου είχε μετατραπεί σε μια απέραντη φωτιά και μαζί της και το νέο Μουσείο. Κείνην την ημέρα η καταστροφή της πόλης υπήρξε ολοκληρωτική.
Μετά τις φωτιές και για δύο συνεχείς μήνες ο Χατζηδάκης θα ηγείται των συνεργείων που μέσα από μεγάλους κινδύνους θα προσπαθούν να περισώσουν ό,τι έχει αφήσει η φωτιά. Όσα από τα πολύτιμα έργα διασώθηκαν μεταφέρθηκαν προσωρινά στον ναό του Αγίου Διονυσίου. Παρά τον πανικό και το χάος που επικρατούσε τότε στην Ζάκυνθο, ο Χατζηδάκης κατάφερε να περισώσει έναν σημαντικό αριθμό έργων. Για την ενέργειά του αυτή ο Χατζηδάκης θα ανακηρυχτεί επίτιμος δημότης από τον Δήμο Ζακύνθου.Αφού κάπως ηρεμήσουν τα πράγματα μετά από την μεγάλη συμφορά, αρχίζουν οι διαβουλεύσεις για την δημιουργία του χώρου που θα φιλοξενήσει τους θησαυρούς που έχουν διασωθεί.

Στις 24 Αυγούστου του 1960 ανήμερα της γιορτής του πολιούχου του νησιού Αγίου Διονυσίου θα γίνουν τα εγκαίνια του νέου Μουσείου που έχει χτιστεί στην πλατεία Διονυσίου Σολωμού. Πρόκειται για ένα ωραιότατο κτίριο νεοκλασικού ρυθμού που στις αίθουσές του φιλοξενεί ό,τι έχει διασωθεί από την καταστροφή.
Στους δύο ορόφους υπάρχουν τα έργα ζωγράφων της μεταβυζαντινής περιόδου καθώς επίσης και έργα επτανήσιων ζωγράφων.
Ο Μανώλης Χατζηδάκης εφρόντισε ώστε οι συλλογές που φιλοξενούνται στο μουσείο να πλουτίζονται από δωρεές αλλά και αγορές έργων. Έτσι μπορεί να πει κανείς ότι το μουσείο της Ζακύνθου είναι το πλουσιότερο μουσείο μεταβυζαντινής τέχνης στην Ελλάδα.
Τον 16ο αιώνα η εκκλησιαστική ξυλογλυπτική θα γνωρίσει στη Ζάκυνθο αλλά και γενικά στα Επτάνησα, μεγάλη άνθηση και η μακραίωνη αυτή παράδοση συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η περίοδος αυτή θα αναδείξει εξαίρετους ξυλογλύπτες τα έργα των οποίων αποτελούν έναν από τους θησαυρούς του μουσείου της Ζακύνθου. Ενδεικτικά να αναφέρουμε μερικά από τα έργα αυτά, όπως το σταυρό του Τέμπλου από τον ναό του Παντοκράτορα, ένα έργο που αποδίδεται στον καλλιτέχνη Βίκτωρα. Το τέμπλο του ιδίου ναού, έργο του δάσκαλου της ξυλογλυπτικής Άγγελου Μοσκέτη. Την Παναγία του Πάθους και σκηνές από το βίο της, ένα έργο που ανήκει στον κρητικό ζωγράφο Ανδρέα Ρίτζο.

Ακόμη, στις αίθουσες του Μουσείου φιλοξενούνται δύο ολόκληρα ξυλόγλυπτα τέμπλα των εκκλησιών του Παντοκράτορα και Αγίου Δημητρίου που σώθηκαν από τους σεισμούς. Πολύ μεγάλος ο θησαυρός του Μουσείου για να μπορέσει να περιοριστεί σ’ ένα μικρό κείμενο. Απομένει σαν ένα σημείο αναφοράς για όλους τους επισκέπτες του νησιού να περάσουν σαν για ένα προσκύνημα από τον ιστορικό αυτό χώρο. Θα είναι μια μεγάλη επιμορφωτική εμπειρία.

Ντένης Κονταρίνης

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Οθωνοί, Ερείκουσα και Μαθράκι


Τα τρία παραμελημένα Διαπόντια νησιά,
που όμως επιβιώνουν

Οι Οθωνοί, η Ερείκουσα και το Μαθράκι, μαζί με ένα μεγάλο πλήθος από άλλα μικρά νησιά, βραχονησίδες, βράχους, συνολικού αριθμού 153, αποτελούν το βορειότερο άκρο της Ελλάδας. Το όνομά τους, Διαπόντια, το έχουν πάρει από την θέση που βρίσκονται και που είναι στα όρια του Ιονίου πελάγους και της Αδριατικής θάλασσας. Παραμελημένα από την μητέρα Ελλάδα τα νησιά, έγιναν γνωστά τη δεκαετία του 1960 όταν τα ανακάλυψε ο τουρισμός. Από τότε άρχισαν να καταφτάνουν στα νησάκια οι τουρίστες με πρώτους τους Ιταλούς, οι οποίοι λόγω της μικρής απόστασης έρχονται με τα σκάφη τους. Γνωστά από τους μυθικούς χρόνους τα νησιά αυτά αναφέρονται από τον Ησύχιο σύμφωνα με τις μαρτυρίες του οποίου στους ακατοίκητους τότε Οθωνούς κατέφυγε από την Εύβοια ο βασιλιάς των Αβάντων.
.
Ακόμη αναφέρεται ότι οι Οθωνοί ήταν το νησί της Καλυψώς των Ομηρικών χρόνων, στο οποίο η νύφη αυτή κράτησε αιχμάλωτο τον Οδυσσέα για εφτά χρόνια. Μάλιστα στην είσοδο του μικρού λιμανιού υπάρχει μία θαυμάσια σπηλιά στην οποία έχει δοθεί το όνομα «Σπηλιά της Καλυψώς.»
Πρώτες μαρτυρίες για παρουσία κατοίκων στα Διαπόντια νησιά αναφέρονται σε έγγραφο του Καρόλου του Γ! του Δυρραχίου το 1383, ο οποίος παραχώρησε τα νησιά στον Διοικητή της Κέρκυρας.
Ο Θουκυδίδης αναφέρεται και αυτός στα τρία νησιά για τα οποία λέει ότι ήσαν ακατοίκητα.
.

Το πρώτο αξιοσημείωτο στην ιστορία των νησιών είναι η κατάληψή τους από τους Τούρκους, οι οποίοι σαν κύριο σκοπό τους είχαν την κατάληψη της Κέρκυρας.
Αναφέρεται ακόμη ότι τότε έγιναν και αιματηρές μάχες των Τούρκων με τους κατοίκους των Οθωνών. Η πιο σημαντική και η πλέον αιματηρή ήταν η μάχη που έγινε στην περιοχή του Σταυρού. Εκεί οι κάτοικοι του νησιού έχτισαν ένα μεγάλο άσπρο πέτρινο σταυρό ο οποίος υπάρχει και σήμερα.
Μέχρι τότε ο πληθυσμός των Διαποντίων νήσων δεν ήταν μόνιμος. Η ευρύτερη κατοίκηση των νησιών μπορεί να πει κανείς ότι έγινε μετά την ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571 και την απειλή του τουρκικού κινδύνου. Τότε άρχισαν να καταφτάνουν στα Διαπόντια νησιά πρόσφυγες από τους Παξούς και την Πάργα και άλλα μέρη. Ήταν τότε που μπορούμε να πούμε ότι τα Διαπόντια νησιά απέκτησαν μόνιμους κατοίκους.
Ο πληθυσμός αυτός μοιράστηκε στα τρία νησιά και εμοίρασαν και τη γη μεταξύ τους. Εν τω μεταξύ από τους γάμους άρχισαν να σχηματίζονται και κάποιες συγγένειες. Την κοινή καταγωγή που συνδέει τους κατοίκους των τριών νησιών, αποδεικνύει το γεγονός των επωνύμων που συναντάμε στα νησιά, αλλά ακόμη και στους Παξούς. Κατέχης και Μάνεσης είναι τα επώνυμα που κυριαρχούν αλλά ακόμη συναντάμε Κασσίμης, Δαλιέτος, Αρώνης, Μητσιάλης.

Τα χρόνια μετά τον Β! Παγκόσμιο πόλεμο, ο πληθυσμός των νησιών αρχίζει να μειώνεται δραματικά. Το άγονο έδαφος ανεπαρκές για να θρέψει τους κατοίκους τους οδήγησε στην μετανάστευση. Το μεγαλύτερο ποσοστό πήρε τους δρόμους της Αμερικής και της Αυστραλίας, ενώ κάποιοι λίγοι προτίμησαν την Κέρκυρα και την Αθήνα.
Σύμφωνα με υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία, ο πρώτος Οθωναίος που έφτασε στην Αμερική ήταν ο Αλέκος Κασσίμης, γύρω στα 1863 περίπου και το σπίτι του οποίου στην Αλαμπάμα έχει χαρακτηριστεί μνημείο και λειτουργεί ως Μουσείο. Όμως μετά τον 19ο αιώνα οι μετανάστες από τα Διαπόντια νησιά προτιμούν την Νέα Υόρκη σαν κέντρο υποδοχής, όπου εδώ βρίσκονται και οι περισσότεροι.
Η Άμμος είναι το λιμάνι των Οθονών. Γραφικό, ήρεμο, πλαισιωμένο με λίγα σπίτια και δυο τρία ταβερνάκια Ακόμη εκεί υπάρχει και το δημοτικό σχολείο του νησιού όπου περισσότερο φιλοξενεί παιδιά Αλβανών μεταναστών. Αρκετά και τα γραφικά εκκλησάκια στο νησί όπου το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ο επτανησιακός ρυθμός.
Το υψηλότερο σημείο των Οθονών είναι το Μιροβίγλι, όπου εκεί υπάρχουν κάποια λίγα ερείπια που μοιάζουν με υπολοίματα Κάστρου.
Η Ερρείκουσα και το Μαθράκι είναι τα άλλα δύο από τα κατοικοίσημα Διαπόντια νησιά και τα πλησιέστερα προς την Κέρκυρα. Τα δύο αυτά νησιά παρουσιάζουν ένα αξιόλογο τουριστικό ενδιαφέρον με τα πανέμορφα και γραφικά ακρογιάλια τους, τα όμορφα σπίτια τους, τις εκκλησιές τους και τα γραφικά ταβερνάκια τους.
Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες, έχουν μειώσει κατά πολύ τον αριθμό των μονίμων κατοίκων των νησιών. Υπολογίζεται ότι οι μόνιμοι κάτοικοι και στα τρία νησιά δεν υπερβαίνουν τους 200 εκ των οποίων πολλοί είναι Αλβανοί μετανάστες. Μία επίσκεψη στα Διαπόντια νησιά παρουσιάζει μεγάλο τουριστικό ενδιαφέρον, ιδιαίτερα γι’ αυτούς, που για τις διακοπές τους αποζητούν την ηρεμία. Αξίζει να τονίσουμε την ειδοποίηση των αρχών των νησιών προς τους τουρίστες. Αν επισκεφτείτε τα νησιά με δικό σας μεταφορικό μέσον – σκάφος - φροντίστε να είστε εφοδιασμένοι με αρκετά καύσιμα διότι τα νησιά δεν διαθέτουν πρατήριον καυσίμων.
Ντένης Κονταρίνης