οι οποίοι πρόσφεραν πάρα πολλά στα αγαπημένα νησιά μας. Ας κάνουμε μια πρώτη γνωριμία αυτών των ανθρώπων με τον ποιητή Μιχάλη Άβλιχο.
Ο Μιχάλης ή Μικέλης Άβλιχος καταγόταν από εύπορη και αριστοκρατική οικογένεια και μεγάλωσε μέσα σε περιβάλλον ευνοϊκό για την πνευματική του ανάπτυξη. Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχτηκε στο Πετρίτσειο Λύκειο, στο Ληξούρι και αργότερα ταξείδεψε στην Βέρνη της Ελβετίας όπου συνέχισε τις σπουδές του. Στη συνέχεια θα ταξιδέψει και θα συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι, στη Βενετία και στη Ζυρίχη.
Μιά ακόμη φωτογραφία του σατυρικού ποιητή
Η περίοδος που βρέθηκε σ’αυτές τις πόλεις ήταν τότε που τα επαναστατικά ρεύματα συντάραζαν όλη την Ευρώπη από άκρου σε άκρον. Ο νεαρός Ληξουριώτης θα επηρεαστεί από την επαναστατική κίνηση και ιδιαίτερα από την γνωριμία του, την προσωπικότητα και τις ιδέες, του Ρώσσου αναρχικού, Μιχαήλ Μπακούνιν.
Ο Μιχάλης Άβλιχος επηρεάστηκε πάρα πολύ από τις επαναστατικές ιδέες των ευρωπαϊκών κινημάτων και επιστρέφοντας το 1872 στο Ληξούρι, με αρκετές γνώσεις και διάθεση για επαναστατική δράση, έταξε σαν σκοπό της ζωής του την ηθική και πνευματική αναμόρφωση των συμπατριωτών του και την απέλευθέρωσή τους από τις θρησκευτικές και κοινωνικές προκαταλήψεις τους. Μάλιστα εκείνο τον καιρό γνωρίστηκε με τον δημοσιογράφο, πολιτικό και αγωνιστή του Επτανησιακού Ριζοσπαστισμού, τον Παναγιώτη Πανά και με τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη που και αυτός είχε επηρεασθεί από τις ίδιες επαναστατικές ιδέες τις οποίες όμως απαρνήθηκε όταν εξελέγει βουλευτής Επτανήσων.
Με την επιστροφή του στο Ληξούρι, ο Άβλιχος αρχίζει να γράφει στίχους. Η ποίησή του σκορπισμένη σε κάποια περιοδικά ή σε χειρόγραφα και γνωστά μόνο σε λίγους καθρεφτίζει την μετριοφροσύνη του χαρακτήρα του και την σεμνότητα του ήθους του. Βασικά συνεχίζει να παραμένει αναρχικός και με τα ποιήματά του σατυρίζει όλα τα κακώς κείμενα της εποχής του. Σύγχρονος και συμπατριώτης του Ανδρέα Λασκαράτου, πίστευε όπως κι’ εκείνος στην αναμορφωτική και ηθικοπλαστική δύναμη της σάτυρας.
Η σάτυρά του δουλεμένη, άμεση και καυστική, στρεφόταν πάνω σε όλα τα δεινά του λαού.
Ποτέ δεν έγραψε μια δική του θεωρητική άποψη αλλά του αρκούσε να σατυρίζει τον κυβερνήτη, τον θεομπαίχτη, τον αστυνομικό, τον πατριώτη, τον δικαστή, τον φοροεισπράκτορα, τον θρησκόληπτο. Η σάτυρά του δεν καταφεύγει εύκολα στο γέλιο, όπως η σάτυρα του Λασκαράτου. Η σάτυρα του Αβλίχου είναι περισσότερο σκυθρωπή, πικρή και αιχμηρή. Παρ’ όλα αυτά όμως είναι μια σάτυρα χωρίς κακία. Οι στίχοι του είχαν ένα εντελώς προσωπικό ύφος, που τους έκανε να διαφέρουν από τους στίχους άλλων σατυρικών ποητών της εποχής του.
Ο Μιχάλης Άβλιχος ήταν ένας άνθρωπος που από μόνος του επέλεξε την κοινωνική απομόνωση και την πνευματική μοναξιά. Οι φίλοι του ήσαν ελάχιστοι.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του επιχειρεί να δώσει ένα πιό σύνθετο έργο με το πολύστιχο σατυρικό ποιήμα “Η Πινακοθήκη της Κολάσεως” όπου ο Διάβολος τον αγγαρεύει να στολίσει την Κόλαση με εικόνες “σατανικών ψυχών.” Ο Άβλιχος με τους στίχους του κατορθώνει να ζωγραφίσει τα πορτραίτα των πλέον μισητών του προσώπων. Όμως οι καυστικοί στίχοι του προκάλεσαν την οργή των συμπατριωτών του.
Το γνωστό ποιητικό έργο του Μικέλη Άβλιχου είναι λιγοστό, τόσο που μόλις μπόρεσε και έγινε ένα βιβλίο. Και τούτο διότι ο ποιητής πολύ δύσκολα έμενε ικανοποιημένος από τα ποιήματά του για να τα δώσει προς δημοσίευση. Όμως πριν από κάποια χρόνια έγινε γνωστό ότι κάποιος έχει στην κατοχή του σχεδόν όλο το ποιητικό έργο του Άβλιχου. Όπως γράφει στο βιβλίο του "Εφτάνησα και Εφτανήσιοι" ο Ελευθέριος Ανδρεοσάτος, που εκδόθηκε το 2004 κινητοποιήθηκαν Εφτανησιώτικες οργανώσεις αλλά και μεμονομένα άτομα χωρίς να γίνει κάτι το θετικό.
Για το έργο του Άβλιχου, ο διευθυντής της εφημερίδας Ακρόπολης, Γαβριηλίδης, είχε πει.
“Εάν μιάν ημέρα δουν το φως τα ποιήματα του Άβλιχου, ένας πλανήτης πρώτου μεγέθους θα αναλάμψει στον Ιόνιον ορίζοντα.”
Όπως οι περισσότεροι από τους Επτανήσιους ποιητές έτσι και ο Άβλιχος ήταν υποστηρικτής της ζωντανής γλώσσας του έθνους και όλο το ποιητικό έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική.
Ο Μιχάλης ή Μικέλης Άβλιχος είχε πολύ λίγους φίλους και πέθανε στις 30 Νοεμβρίου του 1917 σχεδόν μόνος και παραγνωρισμένος। Όλο το γνωστό του έργο έχει κυκλοφορήσει μόνο σ’ ένα βιβλίο στο οποίο περιλαμβάνεται ένας κριτικός πρόλογος του Κωστή παλαμά.
Ας μου επιτραπεί να συμπληρώσω το κείμενό μου με ένα χαρακτηριστικό ποιήμα του Άβλιχου, που είχε την καλωσύνη να μου στείλει η καλή μου φίλη Αμαλία, την οποία και ευχαριστώ.
Ο Μαντζουράνης
υποψήφιος εν Κεφαλληνία.
Ένας στην Αλεξάνδρεια ξακουσμένος.
που επλούτησε στον τζόγο μα καρπιαίς
μας ήρθε κολονάτα φορτωμένος
για βουλευτής στις νέες εκλογές.
Κι' έξω ντελάλι βγαίνει και φωνάζει
Κεφαλλονήτες αν στο πρόσωπό σας
φιλότιμο υπάρχει κι' ανθρωπιά
αποκριθείτε με το φάσκελό σας
σε κείνον που σας πήρε για τραγιά
Της Σάμης χωρικοί, Πυλαρινοί, Ρισσιάνοι
πετάξτε του στα μούτρα τις δραχμές
δείξτε του στην τιμή σας πως δεν φτάνει
και δις πληρώσετέ τον με φτυσιαίς.