Φίλες
και φίλοι μου γεια σας. Καλό μήνα σας εύχομαι.
Είμαι
εδώ για ένα ακόμα εφτανησιώτικο ξεκίνημα.
Μετά από ένα κάπως δύσκολο καλοκαίρι
κατάφερα να σταθώ όρθιος και νάμαι κοντά σας. Ανανεωμένος εγώ ανανεωμένη και η
σελίδα των Εφτανήσων χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα πράγματα άλλαξαν.
Όπως θα
θυμάστε στην τελευταία ανάρτηση πριν το καλοκαίρι είχα υποσχεθεί μια μικρή
αλλαγή στην σελίδα μου. Με αυτή λοιπόν την αλλαγή αρχίζω σήμερα.
Φυσικά
και δεν πρόκειται για την αλλαγή του αείμνηστου Ανδρέα. Προς Θεού. Καμία σχέση.
Εκείνη η αλλαγή έχει περάσει πλέον στην ιστορία, αφού ποτέ δεν την είδε κανείς
και ποτέ δεν έγινε ως συμβαίνει συνήθως. Η δική μας αλλαγή αφορά μια μικρή
στροφή στην ιστοσελίδα μου, τα αγαπημένα σας Εφτάνησα προκειμένου να την
εμπλουτίσω και με κάποια άλλα κείμενα γιατί, όπως ανάφερα στην τελευταία
ανάρτηση του περασμένου Ιούνη, τα Εφτάνησα για πάνω από τέσσερα χρόνια τα
ζήσαμε σε όλες τους τις μορφές και κάπως λιγοστό το κάτι δικό τους που απομένει
ακόμη να γνωρίσουμε.
Έτσι λοιπόν αποφάσισα να παρουσιάζω από εδώ και άλλα δικά
μου κείμενα αλλά και δικά σας αν θέλετε και αν μπορεί και πρέπει να
δημοσιευτούν.
Ξεκινάω
λοιπόν με λίγα λόγια για το πρώτο μου βιβλίο που θα σας παρουσιάσω και τίτλος
του είναι “Οι Άγκυρες.”
Έκδοσης
του 1999. Είναι μια συλλογή από ιστορίες ομογενών που έζησα, έμαθα,
πληροφορήθηκα κατά την δημοσιογραφική μου πορεία. Και τις αξιολόγησα. Στον πρόλογο αυτού του βιβλίου μου γράφω.
...Το υλικό μου
δόθηκε. Είναι ιστορίες που άκουσα και έζησα στην δημοσιογραφική μου
διαδρομή.Ιδιαίτερα εκεί ψηλά, στην περιοχή του Up-State της Νέας Υόρκης και της Νέας
Αγγλίας, όπου οι περισσότεροι από τους επιτυχημένους Έλληνες που συνάντησα είναι αυτοί που άφησαν
κάποιο καράβι και με ένα δεματάκι γεμάτο όνειρα χάθηκαν κάποια νύχτα μέσα στα
σκοτάδια για να κυνηγήσουν την προκοπή και την επιτυχία, κουβαλώντας πάνω τους
την εμπειρία του “λαθραίου”. Πολλοί πέτυχαν. Κάποιοι κάπου, σε κάποια γωνιά της
πορείας τους έχασαν τη “ρότα”τους. Όμως οι πιο πολλοί έριξαν “Άγκυρες”εδώ.
Αυτές τις “Άγκυρες” προσπαθεί να ζωγραφίσει τούτο το βιβλίο μου. Οι πιο πολλές
από αυτές τις ιστορίες είναι αληθινές. Μόνο που κάπου έχω αλλάξει τα ονόματα,
τις τοποθεσίες και ίσως και κάποια γεγονότα. ‘Ομως από όλα αυτά τίποτα δεν
ζημιώνει τις αλήθειες που κρύβουν μέσα τους.
Πιστεύω πως
κατάφερα να καταγράψω ένα κομμάτι από τη ζωή της Ομογένειας εδώ στην ξενιτιά
μας....αλλά και την ανάγκη να προσφέρω αυτή την καταγραφή στην ιστορία της Ομογένειας, της δικής μας
κοινωνίας, εδώ στην Αμερική.
Το
βιβλίο μου αυτό, στις εκατόν εβδομήντα σελίδες του, περιέχει είκοσι τρεις
ιστορίες. Στο σύνολό τους όλες όσες ιστορίες συγκέντρωσα είναι πάνω από εκατό.
Κι΄είχα υπ΄όψη μου να προχωρήσω και να παρουσιάσω κι’ άλλες σε άλλα μου βιβλία. Όμως και δυστυχώς που το
λέω κι΄αυτή είναι η πικρή αλήθεια, το ελληνικό βιβλίο εδώ δεν έχει απολύτως
καμία ζήτηση. Είναι ένα είδος προς εξαφάνιση. Οι μόνοι που το πλησιάζουμε
είμαστε εμείς οι ολίγοι εναπομείναντες της πρώτης γενιάς. Οπότε είναι εκτός
λογικής να ξοδεύουμε τρεις και τέσσερις χιλιάδες δολάρια για την έκδοση ενός
βιβλίου που θα ακολουθήσει το δρόμο προς τη χωματερή. Κάτι που το έχω ζήσει
τέσσερις φορές και δεν θα το ξανακάνω.
Να σας
πω ότι αυτό το πρώτο μου βιβλίο το αγάπησε πάρα πολύ όλη η οικογένειά μου. Το
εξώφυλλο αλλά και τα σκίτσα που κοσμούν το εσωτερικό του βιβλίου είναι της
μεγάλης μου κόρης Σπυριδούλας, η οποία έχει σπουδάσει Καλές Τέχνες και σήμερα
είναι υποδιευθύντρια στο Λύκειο Edward Morrow,* ένα από τα καλύτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Νέας Υόρκης
στον τομέα των τεχνών.
Στην
έβδομη σελίδα υπάρχει η εξής καταγραφή.
Τα έξοδα της εκτύπωσης
του βιβλίου
ανέλαβε ο
γιος μου
Βαγγέλης
Κονταρίνης
Τον ευχαριστώ
ιδιαίτερα.
Δ.Κ
Σήμερα ο
γιος μου δεν υπάρχει ανάμεσά μας. Καθηγητής Πανεπιστημίου, ιστορικός, μια
αξιόλογη μονάδα στο Πανεπιστήμιο του Exeter στην Πολιτεία New Hampshire έφυγε πριν τέσσερα χρόνια χτυπημένος από τον καρκίνο σε
ηλικία τριανταεννέα ετών, αφήνοντάς μας τρία μικρά παιδάκια. Πάντοτε θα του λέω
“ευχαριστώ.”
Η πρώτη
από τούτες τις ιστορίες έχει δώσει και τον τίτλο στο βιβλίο μου. “Οι
Άγκυρες.” Μέσα από τους διαλόγους αφήνεται να γίνει κατανοητό ποιες
ήσαν οι Άγκυρες, πως φάνηκαν στη ζωή μας εδώ στην ξενιτιά, γιατί τις δεχτήκαμε,
πως δεν τις αποφύγαμε και τελικά πως βλέπουμε μετά από χρόνια τις Άγκυρες που
ρίξαμε εδώ.
Στην
επόμενη ανάρτηση λοιπόν απολαμβάνουμε την πρώτη από τις εικοσιτρείς ιστορίες
της ξενιτιάς.
* Ο Edward Morrow,το όνομα του οποίου φέρει το Λύκιο, ήταν μεγάλος και καταξιωμένος δημοσιογράφος του ΒΒC την δεκαετία του 1950. Ήταν στενός φίλος του επίσης μεγάλου δημοσιογράφου George Polk ο οποίος Polk, δολοφονημένος από αγνώστους βρέθηκε το πτώμα του από τον βαρκάρη Λάμπρο Αντώναρο στη θάλασσα, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, στις 16 Μαΐου του 1948.