Ο γραφικός ασυρματιστής, που όργωνε τις θάλασσες γράφοντας ποιήματα
.
«Με ρώτησαν κάποτε τι προσπάθησα.
Μα.....να περπατήσω στα δυό μου πόδια»
Μα.....να περπατήσω στα δυό μου πόδια»
Νίκος Καββαδίας
.
Ο Νίκος Καββαδίας είναι ίσως ο μόνος, που έχει δέσει το όνομά του και την ποίησή του με την θάλασσα.
Ο Κόλιας είναι ένα από τα τρία-τέσσερα ονόματα με τα οποία ο Νίκος Καββαδίας ήταν πιό γνωστός κι από το πραγματικό του όνομα. Όλοι οι φίλοι και συνάδελφοί του που μαζί τους ταξείδευε στα καράβια αλλά και πολλοί άνθρωποι των λιμανιών με τους οποίους είχε κάποια γνωριμία, όλοι τον ήξεραν σαν Κόλια, σαν Μαραμπού, σαν Μαυρή.
Ο Κόλιας είναι ένα από τα τρία-τέσσερα ονόματα με τα οποία ο Νίκος Καββαδίας ήταν πιό γνωστός κι από το πραγματικό του όνομα. Όλοι οι φίλοι και συνάδελφοί του που μαζί τους ταξείδευε στα καράβια αλλά και πολλοί άνθρωποι των λιμανιών με τους οποίους είχε κάποια γνωριμία, όλοι τον ήξεραν σαν Κόλια, σαν Μαραμπού, σαν Μαυρή.

Μετά το Αργοστόλι η οικογένεια Καββαδία θα εγκατασταθεί στον Πειραιά. Ο μικρός Νίκος πηγαίνει στο δημοτικό σχολείο όπου έχει συμμαθητή και γνωστό του τον Γιάννη Τσαρούχη, τον μετέπειτα μεγάλο ζωγράφο και σκηνογράφο των ελληνικών θεάτρων. Στο γυμνάσιο θα γνωριστεί με τον γιατρό του πολεμικού ναυτικού Πέτρο Αποστολίδη, που δεν είναι άλλος από τον γνωστό ποιητή Παύλο Νιρβάνα, ενώ έχει ήδη αρχίσει να δημοσιεύει ποιήματά του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο θα δώσει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή αλλά ο θάνατος του πατέρα του θα τον οδηγήσει να εργαστεί σε κάποιο ναυτικό γραφείο και παράλληλα να βγάλει το πρώτο του ναυτικό φυλλάδιο και το 1928 θα μπαρκάρει ως ναυτόπαις
Ο μεγάλος έρωτας του Νίκου Καββαδία με τη θάλασσα θ΄αρχίσει πάνω στο κατάστρωμα του φορτηγού «Άγιος Νικόλαος »
Στη δεκαετία του ’30 θα φτάσει ταξειδεύοντας μέχρι την Αυστραλία
Η πρώτη του ποιητική συλλογή, το Μαραμπού, κυκλορορεί το 1933 και το όνομα του Νίκου Καββαδία αρχίζει να εμφανίζεται στα λογοτεχνικά σαλόνια της Έλλάδας Κι΄ενώ οι δικοί του τον βοηθούν γιά να μπορέσει να γίνει καπετάνιος, αυτός ανένταχτος κι΄ασυμβίβαστος θα καταφέρει να γίνει ασυρματιστής.
Το δίπλωμα του ασυρματιστή θα το πάρει στα 1939 και ο πόλεμος του ΄40 θα τον βρει στα βουνά της Αλβανίας σαν ημιονηγό. Θα περάσει όλο τον πόλεμο και την Κατοχή ξέμπαρκος και μόλις το 1954 θα καταφέρει να του χωρηγηθεί ναυτικό φυλλάδιο αφού τελικά χαρακτηρίστηκε σαν “κομμουνιστής άνευ δράσεως” και θα αρχίσει να ταξιδεύει μέχρι το 1975 όπου ο θάνατος θα τον βρει μακρυά από τον μεγάλο του έρωτα, την θάλασσα. Όμως το 1947 και ενώ δεν ταξιδεύει θα καταφέρει να εκδόσει το Πούσι, μιά ακόμη συλλογή από θαλασσινή ποίηση.
Από το πρώτο του ταξίδι ο Νίκος Καββαδίας θα δεθεί με την θάλασσα. Θα την αγαπήσει. Θα την ερωτευθεί. Με τα πλοία που ταξείδευε η καμπίνα του ασυρμάτου παρουσίαζε τη μορφή φιλολογικού καφενείου.Όμως μιά προειδοποιητική πινακίδα υπήρχε πάντοτε.
«Μην αγγίζετε τίποτα. Θα λερωθείτε» Η προχειρότητα και ο αυθορμητισμός που χαρακτήριζαν τη ζωή του τον οδηγούσαν στις πιό απίθανες ενέργειες. Σ΄αυτές οφείλεται το ότι τα περισσότερα από τα ποιήματά του γεννήθηκαν πάνω σε χαρτί τουαλέτας ή χαρτοπετσέτες, γιά να φτάσουν στις εκδόσεις και στην αναγνώριση. Όμως πάρα πολλά από αυτά τα χαρτιά γνώρισαν τον κάλαθο των αχρήστων και είναι ευχής έργο που κάποιοι φίλοι του είχαν την πρόνοια να τα μαζεύουν, να τα παραδίδουν στους δικούς του και πολλά από αυτά να πάρουν μιά θέση στην συλλογή Τραβέρσο που εκδόθηκε το
1975, μετά το θάνατό του.
Η πολιτική τοποθέτηση του Νίκου Καββαδία ήταν ένα αποτέλεσμα των κόσμων που γνώρισε στα ταξίδια του. Τοποθέτησε τον εαυτό του στο χώρο των αριστερών όχι όμως στο σημείο που να τον αγγίζει ο δογματισμός. Έτσι είχε καταφέρει να έχει φίλους και στις δυό παρατάξεις.

Τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία δεν μπορεί κανείς να πει ότι εκπροσωπούν κάποια σχολή. Περισσότερο με τις λέξεις ζωγράφιζε. Ζωντάνευε τους τόπους και τους ανθρώπους που γνώριζε στα ταξίδια του. Μετέφερε σε στίχους όλα όσα ζούσε.
«Ετούτο το μαχαίρι, εδώ,
που θέλεις ν’ αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες
με ιστορίες αλλόκοτες
ο θρύλος το’χει ζώσει
κι΄όλοι το ξέρουν,
κι΄όλοι το ξέρουν,
πως αυτοί που κάποια φορά το’χαν
καθένας κάποιον άνθρωπο
καθένας κάποιον άνθρωπο
δικό του έχει σκοτώσει»
Πολυκύμαντη η ζωή του Κόλια. Κι’ η μόνη του μεγάλη επιθυμία, να πεθάνει στη θάλασσα δεν ήτανε γραφτό του να γίνει. Κι΄αυτό το ξομολογιόταν στους συναδέλφους του
-Δεν θέλω να μείνω ξέμπαρκος. Δεν θέλω να με βρει ο θάνατος στη στεριά.
Όμως ξέμπαρκο στη στεριά τον βρήκε το μεγάλο μήνυμα του χάρου. Στο σπίτ της αδελφής του το απόγιομα της 10ης Φεβρουαρίου του ’75. Στον καναπέ καθόταν σαν το χτύπησε το εγκεφαλικό. Πρόλαβε μόνο να πει ψυθιριστά.
-Με βρήκε αυτό που φοβόμουνα.
Δηλαδή ότι ο χάρος τον χτύπησε στη στεριά. Στα τελευταία του χρόνια έκανε παρέα με μιά νέα κοπέλλα. Ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής του. Της αφιέρωσε τρία από τα πιό ερωτικά ποιήματα στη συλλογή «Τραβέρσο» Όμως ποτέ κανείς δεν έμαθε πολλά γι΄αυτόν τον έρωτά του.
Ντένης Κονταρίνης