Μπορείτε.....

....εκτός από τα Εφτάνησα να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα μου http://hellascafe.blogspot.com και να με βρήτε στο kondennis9@gmail.com
Θα χαρώ να σας δω.

Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα.....

Αγαπητοί μου φίλοι.
Φιλοξενούμε σήμερα ένα ενδιαφέρον άρθρο του φίλου και συναδέλφου από τη Γερμανία, του δημοσιογράφου Σπύρου Γκάρου.
Το άρθρο παρουσιάζει ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον λόγω της γιορτής της Ημέρας της Γυναίκας που γιορτάστηκε πριν λίγες μέρες σε όλο τον κόσμο.
Απολάυστε το.
ΔΚ


Με αυτό το Ευαγγέλιο και το κήρυγμα γαλουχηθήκαμε και μεγαλώσαμε, αυτό πρεσβεύουμε ακόμα σήμερα στον 21ο αιώνα : Δηλαδή, η γυνή να φοβάται τον άνδρα… και μιλάμε για „ ισοτιμία των δύο φύλων…“ ίδια εργασία ίδιος μισθός, ίδια δικαιώματα. Μία μεγάλη κοινωνική ,, Ειρωνεία,,. Αυτό το κήρυγμα στέκεται εμπόδιο να παραδεχτούμε και ν΄ αναγνωρίσουμε πολλά από τα δικαιώματα της Ελληνίδας γυναίκας, μητέρας, και εργάτριας στη κοινωνία μας στη Γερμανία.
Έτσι πέρασε φέτος η 8.Μαρτίου χωρίς την Ελληνίδα, ιδιαίτερα σ΄ εμάς στη Μέση Φρανκωνία, δεν οργανώθηκε καμία εκδήλωση ή ομιλία, όπως παλαιότερα γινόταν, που θα έφερνε στη μνήμη μας τους αγώνες της γυναίκας για την εξίσωση των δικαιωμάτων της στον χώρο της εργασίας αλλά και στη κοινωνική ζωή.
Είναι γεγονός, ότι υπάρχει έλλειψη ενδιαφέροντος από την ίδια την Ελληνίδα, να συμμετέχει ενεργά στα κοινοτικά, με αποτέλεσμα οι Ελληνικές κοινότητες να είναι καθαρά ανδροκρατούμενες. Είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι η Ελληνίδα εργάτρια στη φάμπρικα ή σε οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση δεν έχει τα δικά της ιδιαίτερα προβλήματα. Αν καλοσκεφτούμε μία γυναίκα εργάζεται δύο συνεχόμενες βάρδιες, μία στο εργοστάσιο και άλλη μία στο νοικοκυριό, να μαγειρέψει, να πλύνει να καθαρίσει το σπίτι, να φροντίσει τα παιδιά… Ακόρντ στην εργασία, ακόρντ και στην οικογένεια. Με λίγα λόγια από το 24ωρο λίγες ώρες της μένουν ελεύθερες για ξεκουραστεί. Η Ελληνίδα εργαζόμενη όπως και κάθε ξένη εργάτρια, της πρώτης και δεύτερης γενιάς, ήταν και είναι ακόμα και σήμερα τo θύμα της γερμανικής κοινωνίας. Η ισότητα γι΄ αυτήν, εντός και εκτός χώρου εργασίας, είναι ακόμα μακριά…
Σε μία βιομηχανική χώρα, όπως στη Γερμανία, που και οι δύο από ένα ζευγάρι εργάζονται και προσφέρουν στο νοικοκυριό, θα πρέπει το ίδιο και στους δύο να κατανέμονται οι εργασίες και οι ευθύνες της οικογένειας. Αυτό όμως δεν συμβαίνει σε πολλούς από εμάς, η Ελληνίδα είναι η μητέρα, η νοικοκυρά και η εργάτρια… Αντιθέτως ο σύζυγος θα φύγει να συναντήσει τη παλιοπαρέα να παίξει το μπουρλότο του ν΄ συζητήσει τι θα γίνει με τις πρόωρες εκλογές στη πατρίδα… να βρίσει να φωνάξει για την ακρίβεια στην αγορά (Ελλάδα) με λίγα λόγια να εκμεταλλευτεί τον ελεύθερο χρόνο του, σύμφωνα με το κέφι του… Μην ξεχνάμε… και το ανατολίτικο, το ζόρικο… „ είμαι μάγκας και το κέφι μου θα κάνω…“ και άντε βάλε… Πλην όμως, ένα γαϊδούρι όταν το παραφορτώσεις κάποτε στα μισά του δρόμου θα γονατίσει και δεν θα προχωρεί πλέον. Έτσι συμβαίνει και σε πολλές πατριώτισσές μας, να μην προλαβαίνουν να φτάσουν κανονικά το όριο για σύνταξη, αλλά νωρίτερα να γονατίζουν από το βάρος των ευθυνών και της εργασίας. Ανάπηρες με ψυχολογικά και νευρολογικά προβλήματα, καταθλίψεις, ψυχασθένειες δισκοπάθειες και άλλες αναπηρίες, βγαίνουν στο περιθώριο της κοινωνίας, χωρίς να τους μένει πλέον χρόνος ν΄ απολαύσουν λίγο από την ζωή τους… Ακολουθώντας ο σύζυγος το δίδαγμα του Ευαγγελίου
,, η γυνή να φοβάται τον άνδρα,, δεν κατεβαίνει από τον θρόνο και τα δικαιώματα του πασά… Στο „ Θέμα της Κυριακής“ διάβασα μία στατιστική, γύρω από την συμμετοχή των ανδρών στις οικιακές εργασίες :
καθαριότητα 3%, μαγείρεμα 3%, σιδέρωμα 1%. Είμαστε οι τελευταίοι στην Ευρώπη, σε ότι αφορά την κοινωνική εξίσωση των φύλων. Παράλληλα γιορτάζουμε κάθε χρονιά την ημέρα της γυναίκας… αλλά πως;
Σπύρος Γκάρος

Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

Νιόνιος ο Χάχας (Κεφαλλονίτης γαρ...)

Να ξεφύγουμε για λίγο από τον πόλεμο, τις φωτιές και τους θανάτους και να πάμε σε κάτι ευχάριστο και εύθυμο. Και που αλλού από την Κεφαλονιά μπορούμε να αναζητήσουμε και να βρούμε κάτι τέτοιο; Εμπρός λοιπόν για ένα μικρό ταξιδάκι στο ιδιόρρυθμο αυτό νησί, με τους ιδιόρρυθμους κατοίκους του και την ιδιόρρυθμη ψυχολογία τους.
Αν προσπαθήσει κανείς να αναλύσει την ιδιόρρυθμη ψυχοσύνθεση του Κεφαλλονίτη έχω τη γνώμη πως δεν θα καταλήξει πουθενά. Ο κόπος θα είναι άδικος. Το γιατί είναι απλό. Ο Κεφαλλονίτης δεν αναλύεται. Απλά γιατί δεν είναι μια σύνθεση για να μπορεί κάποιος να τον αναλύσει. Είναι έτσι φτιαγμένος από τότε που ο Θεός έφτιαξε το νησί του. Είναι αυτός που για αιώνες βρίσκεται ανάμεσά μας κι έτσι τον έχουμε συνηθίσει. Κι αυτή η ιδιόρρυθμη ψυχοσύνθεσή του είναι αυτή που μας έχει δώσει ένα πλήθος από αξέχαστους και ανεπανάληπτους Κεφαλλονίτες. Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο Νιόνιος ο Χάχας. Τα κατορθώματα του οποίου τα έμαθα στην Πάτρα το καλοκαίρι του΄53 μετά τους σεισμούς που κατέστρεψαν τα νησιά.
Νιόνιος ο Χάχας λοιπόν. Μην ζητήσετε να μάθετε το πραγματικό του επώνυμο. Ο λόγος απλός. Κανείς δεν το ξέρει. Ίσως ούτε κι ο ίδιος. Κι αν τύχει κάποιος το γνωρίζει και ψάξει να τον βρει μ’ αυτό, θα σταθεί αδύνατο. Γιατί απλούστατα όλη η Κεφαλονιά τον ξέρει, ο Νιόνιος ο Χάχας. Και ποιός δεν τον θυμάται ακόμη και τώρα, μετά από τόσα χρόνια.
Κατέβαινε από το Ληξούρι για τα’ Αργοστόλι κάθε πρωί φορτωμένος στους ώμους του με ζωντανά κοτόπουλα. Είχε τα πόδια τους δεμένα για να μην του φύγουν. Στα χέρια του είχε περασμένα δύο καλάθια με αυγά. Γύριζε στις ρούγες και τα σοκάκια και φώναζε με την αγριοφωνάρα του.
- Έχω κότες και κοτόπουλα. Έχω φρέσκα αυγά.
Πίσω του ακολουθούσε πειράζοντάς τον ένα σμάρι πιτσιρίκια και διασκέδαζαν καθώς ο Νιόνιος μάλωνε με τις νοικοκυρές που του έκαναν παζάρια.

Λίγες μέρες μετά τους σεισμούς του ΄53 ο Νιόνιος, μαζί με άλλους πολλούς Κεφαλλονίτες, βρέθηκε πρόσφυγας στην Πάτρα. Τον έριξαν κι αυτόν σ’ ένα σχολείο της Άνω Πάτρας και τον άφησαν εκεί σε μια γωνιά να ζει με την μοίρα του.
Άφραγκος κι αδέκαρος χρειάστηκε κάποια μέρα να κατέβει στο λιμάνι της Πάτρας για να συναντήσει κάποιους άλλους Κεφαλλονίτες. Μπαίνει λοιπόν στο λεωφορείο της γραμμής και κάθεται σαν κύριος. Περνάει σε λίγο ο εισπράκτορας για τα εισιτήρια. Κείνη την εποχή οι εισπράκτορες γύριζαν στα καθίσματα και μάζευαν τα εισιτήρια. Φτάνει λοιπόν μπροστά στον Νιόνιο και του ζητάει το εισιτήριο.
- Το εισιτήριό σας παρακαλώ.
Ο Νιόνιος είχε βυθίσει το βλέμμα του έξω από το παράθυρο κι έμοιαζε να ζει στον δικό του κόσμο.
- Το εισιτήριο κύριος, επαναλαμβάνει ο εισπράκτορας.
Τσιμουδιά ο Νιόνιος. Ο εισπράκτορας χάνοντας την υπομονή του τον χτυπά στον ώμο.
- Πόσες φορές θα το πω. Εισιτήριο!!!
Απότομα ο Νιόνιος σηκώνεται, στέκει μπροστά στον εισπράκτορα, τον κοιτάζει αγριεμένος στα μάτια και με μια απότομη κίνηση βγάζει έξω και τις δύο άδειες και τρύπιες τσέπες του και με την χαρακτηριστική ληξουριώτικη προφορά του φωνάζει.
- Ωρέ που να ’μπει ο διάλος μέσα σου, Δώσε τα ρέστα ορέ απ’ όνα σεισμό τσι έντεκα παρά κουάρτο.
Περιττό να πούμε ότι το λεωφορείο σταμάτησε από τα γέλια.
Μετά από την Πάτρα, ο Νιόνιος, σεισμόπληκτος πάντα, βρέθηκε στην Αθήνα. Δεν άφησε να τον νικήσει η μοίρα του. Λίγες μέρες μόνο χρειάστηκε για να βρει το δρόμο του στην πολύβουη πρωτεύουσα. Κι έτσι μόλις συνέλαβε και κατέστρωσε τα σχέδιά του άρχισε να συχνάζει στο περίπτερο που είχε κείνη την εποχή στην Ομόνοια ο Διονύσης ο Μουσούρης απ’ τα’ Αργοστόλι. Εκεί έπαιρνε και διάβαζε όλες τις εφημερίδες, τη μια μετά την άλλη, φυσικά τζάμπα. Τον κοιτούσε μέσα από το περίπτερο ο Μουσούρης και του φώναζε κοροϊδευτικά.
- Ωρέ διαλέμπα μέσα σου Τι σ’ έπιασε και διαβάζεις ασταμάτητα;
Ο Νιόνιος δεν του έδινε καμιά απάντηση. Μόνο κάπου κάπου έβγαζε από την τσέπη του ένα χαρτί και ένα μολύβι και σημείωνε κάτι. Τότε ο Διονύσης ο Μουσούρης, μέσα από το περίπτερο, του έστελνε δύο κεφαλλονίτικα φάσκελα φωνάζοντας.
- Όρσε όρνιο που ’μαθες και γράφεις.
Ο φίλος μας τσιμουδιά. Μόλις τέλειωνε όλες τις εφημερίδες έφευγε χωρίς να πει λέξη.

Σε λίγο καιρό, στον κεφαλλονίτικο κύκλο της Αθήνας, μαθεύτηκε το μεγάλο νέο.
Ο Νιόνιος ο Χάχας μαζί με τον Κυρηναίο -άλλο καλό παιδί της Κεφαλονιάς και
τούτος- είχανε ανοίξει στο Μοναστηράκι «κατάστημα μεταχειρισμένου ιματισμού», όπως το ’λεγαν. Τα ’χασαν όλοι. Κι όμως το κόλπο ήταν απλό. Ο Νιόνιος, από τις εφημερίδες που διάβαζε, κρατούσε τα ονόματα και τις διευθύνσεις των κηδειών από τις πλούσιες περιοχές της Αθήνας. Κολωνάκι, Κηφισιά, Μαρούσι και άλλες. Μετά από δύο -τρεις μέρες κι αφού είχε γίνει η κηδεία, παρουσιαζότανε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού ο Νιόνιος κι ούτε λίγο ούτε πολύ ζητούσε να δει τον... πεθαμένο.
- Καλημέρα κυρά μου, έλεγε στη χήρα. Μπορώ να δω τον αφέντη κύριο Ιωάννου.
Η χήρα τον κοιτούσε έκπληκτη και μη μπορώντας να κρατήσει τα δάκρυά της του έλεγε ότι ο κ. Ιωάννου είχε πεθάνει. Τότε ο Νιόνιος τιναζότανε από την δήθεν μεγάλη έκπληξη.
- Μη μου το λες αρχόντισσά μου. Θε μου. Τ’ είναι τούτο πάλε. Πολύ λυπάμαι καλή μου κυρά. Και μου ’χε πει ο φλιμένος να περάσω καμιά μέρα να μου δώσει λίγα ρούχα για τσου σεισμόπληχτους τση Κεφαλονιάς.
Φυσικά η χήρα για την ψυχή του μακαρίτη έδινε στο Νιόνιο αγκαλιές από ρούχα.
- Με το συμπάθιο κυρά μου κι αρχόντισσα. Να περάσω σε λίγες μέρες να μου δόκεις ό, τι άλλο μπορεί για τσου κακόμοιρους τσου σεισμόπληχτους;
Κι αφού φορτωνόταν τα ρούχα κατηφόριζε στο Μοναστηράκι όπου είχαν στήσει το κατάστημα μεταχειρισμένου ιματισμού.
Όταν μετά από καιρό ο Νιόνιος έπιασε αρκετά χρήματα αποφάσισε να φύγει για Κεφαλονιά. Πέρασε από την Ομόνοια, στάθηκε έξω από το περίπτερο του Μουσούρη και του φώναξε.
- Μουσούρηηηηη. Ορέ Μουσούρη. Κάτσε κει μέσα να καίγεσαι απ’ τσου ήλιους, που να μπει ο διάλος μέσα σου όρνιο. Εγώ με τσι ’φημερίδες σου και με τα ρούχα των αποθαμένωνε φεύγω για Ληξούρι.
Ντένης Κονταρίνης

Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

Η Κέρκυρα στις φλόγες (3ο και τελευταίο μέρος)

Δώδεκα μέρες καθίσαμε κλεισμένοι στις σπηλιές του Φρουρίου χωρίς να μπορούμε ποτέ να ξεμακραίνουμε απ’ αυτό. Μόνο ο πατέρας μας κατέβαινε κάθε δυο-τρεις μέρες στη καμένη Χώρα μήπως και βρει τίποτα να μας φέρει να φάμε. Καμιά φορά τον πετύχαιναν τα’ αεροπλάνα κι έτρεχε για να βρει κάποιο μέρος να κρυφτεί και να γλυτώσει από τις βόμβες.
Εμείς τα παιδιά είχαμε πιάσει φιλίες με τους Ιταλούς που ήσαν στο Φρούριο κι όλο κάτι μας έδιναν για να λιγοστέψουμε την πείνα μας. Πολλές φορές πηγαίναμε στην άκρη της μάντρας και κοιτούσαμε κάτω όπου σ’ έναν μικρό πυργίσκο του Φρουρίου, οι Ιταλοί είχαν στήσει ένα αντιαεροπορικό πυροβόλο και το δούλευαν δυο στρατιώτες. Είχαμε πιάσει και μ’ αυτούς φιλία και μας φώναζαν από κάτω και τους φωνάζαμε κι εμείς από πάνω.

Κάποιο πρωινό το μικρό αυτό αντιαεροπορικό χτύπησε δυο γερμανικά αεροπλάνα. Το ένα έπεσε στη θάλασσα και το άλλο πάνω στο μικρό νησάκι, το Βίδο, που είναι απέναντι από τη Χώρα.
Όταν έληξε ο συναγερμός και πήγαμε στην άκρη της μάντρας, είδαμε τους δυο Ιταλούς να τραγουδάνε και να χορεύουν από τη χαρά τους.
Την άλλη μέρα από νωρίς το πρωί, πάνω από τον ουρανό της Κέρκυρας βρισκόντουσαν τα Γερμανικά αεροπλάνα. Κρυμμένοι μέσα στις στοές ακούγαμε το μικρό αντιαεροπορικό να δουλεύει ασταμάτητα. Ακούγαμε το κροτάλισμά του και μέσα μας παρακαλούσαμε να ρίξει όσο πιο πολλά μπορεί αεροπλάνα των Γερμανών. Όμως ξαφνικά το κροτάλισμα του αντιαεροπορικού σταμάτησε να ακούγεται. Κείνη τη στιγμή όλοι μας νοιώσαμε κάποιο ξάφνιασμα. Σαν έφυγαν τα αεροπλάνα και βγήκαμε έξω από τις στοές τρέξαμε όλοι μας στην άκρη της μάντρας. Σκύψαμε κοιτάζοντας κάτω. Το θέαμα που αντικρίσαμε μας έκαμε όλους μας να παγώσουμε και να μείνουμε άφωνοι. Κάποια από τα παιδιά μην αντέχοντας στο θέαμα που αντίκρισαν τα μάτια τους έβαλαν τα κλάματα κι έτρεξαν στις στοές να κρυφτούν. Με τις φωνές των παιδιών όσοι ακόμη είχαν μείνει μέσα στις στοές έτρεξαν και ήρθαν στην μάντρα. Το θέαμα κάτω στον μικρό πύργο ήταν έξω από κάθε φαντασία. Το μικρό αντιαεροπορικό είχε γίνει ένας σωρός από σίδερα. Πλάι του οι δυο στρατιώτες πάνω στη γης έστεκαν κουφάρια άψυχα. Τον έναν η βόμβα τον είχε κόψει στα δυο. Ο άλλος ήταν δίπλα του χωρίς κεφάλι.

Τις υπόλοιπες μέρες που μείναμε στις στοές μου ήταν αδύνατο να πλησιάσω στην άκρη της μάντρας. Το θέαμα των δυο σκοτωμένων Ιταλών με είχε τόσο συγκλονίσει που για μέρες δεν ήθελα ούτε να φάω παρ’ όλη την πείνα που μας έδερνε.
Ένα πρωινό κάποιες ομάδες Γερμανών στρατιωτών είχαν φανεί έξω από το Φρούριο. Η αντίσταση των Ιταλών στην Κέρκυρα και μαζί και στα υπόλοιπα νησιά του εφτανησιακού συμπλέγματος, είχε τελειώσει. Οι Γερμανοί μας έδιωξαν από το Φρούριο και μας είπαν να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Ποιά σπίτια μας; Είχε μείνει τίποτα όρθιο;
Πάντως η οικογένειά μου είχε την τύχη να είναι στους λίγους τυχερούς. Σαν γυρίσαμε στη γειτονιά μας τα μόνα που αντικρίσαμε όρθια ήσαν το σπίτι μας και απέναντι η εκκλησιά των Αγίων Αποστόλων.
Από την πρώτη μέρα που οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κέρκυρας άρχισαν να συγκεντρώνουν τους Ιταλούς από όλα τα σημεία του νησιού. Τους μάζευαν στην πλατεία, κάτω στο λιμάνι και τους άφηναν εκεί γυμνούς και νηστικούς μέσα στη βροχή και το κρύο.
Ένα πρωινό έφτασε στο λιμάνι ένα πλοίο φορτηγό. Θυμάμαι ότι πολλά από εμάς τα παιδιά είχαμε μαζευτεί στα Μουράγια και το κοιτούσαμε να μπαίνει στο λιμάνι. Το κοιτούσαμε γιατί κείνες τις μέρες του πολέμου ήταν κάτι πολύ σπάνιο κάποιο πλοίο να φτάσει στην Κέρκυρα. Οι Γερμανοί άρχισαν να φορτώνουν τους Ιταλούς σ’ αυτό το πλοίο. Όλοι μας αναρωτιόμαστε που μπορεί να τους πάνε.
Προς το βράδυ το φόρτωμα τέλειωσε και το πλοίο μέσα στο σκοτάδι της νύχτας βγήκε από το λιμάνι.
Θα πέρασαν δυο-τρεις μέρες, θυμάμαι, όταν είδαμε τα πρώτα πτώματα των Ιταλών να επιπλέουν στις ακρογιαλιές της Κέρκυρας. Πραγματικά η θάλασσα είχε γεμίσει από πτώματα. Από το Μαντούκι και τα Γουβιά μέχρι πέρα τον κόλπο της Γαρίτσας, τον Ανεμόμυλο και το Μον-Ρεπό τα πτώματα γέμιζαν τις ακρογιαλιές.
Καταλάβαμε τότε πως οι Γερμανοί είχανε βγάλει το πλοίο έξω από το λιμάνι και το βούλιαξαν Με το που φάνηκαν τα πρώτα πτώματα στις ακρογιαλιές οι Γερμανοί μας έκλεισαν στα σπίτια μας απαγορεύοντας την κυκλοφορία κι αυτοί είχαν αμοληθεί και τα μάζευαν. Κανείς μας ποτέ δεν έμαθε που τα πήγαν, τι τα έκαμαν, που τα έθαψαν, αν τα έθαψαν πουθενά. Κι όταν μετά από μέρες μας άφησαν να βγούμε από τα σπίτια μας κάπου κάπου, στις ακρογιαλιές συναντούσαμε και κάποιο πτώμα.

Πάνω από εξήντα χρόνια έχουν περάσει. Το μικρό παιδάκι κείνης της εποχής είναι ένας ασπρομάλλης παππούς. Ένας παππούς που προσπαθεί να σβήσει κείνες τις μνήμες. Όμως ακόμη δεν το έχει καταφέρει.
Ντένης Κονταρίνης

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2009

Η Κέρκυρα στις φλόγες (Μέρος 2ο)

Για να φτάσουμε στο Φρούριο ο πλέον σύντομος δρόμος ήτανε να πάμε μέσα από την Πιάτσα. Αυτό όμως ήτανε αδύνατον αφού όλη η περιοχή της Πιάτσας με κάποιες μικρές εξαιρέσεις, ήταν μια φωτιά. Έτσι ο πατέρας πρότεινε:
-Θα πάμε από τα Μουράγια. Εκεί ακόμη δεν χτύπησαν με τις φωτιές τους.
Όταν βρεθήκαμε σ’ αυτόν τον δρόμο, είδαμε ότι πολλοί άλλοι σαν κι εμάς είχανε προτιμήσει αυτή την επιλογή. Τον παραλιακό δρόμο. Τα Μουράγια.
Προχωρούσαμε βιαστικά ενώ πάνω από τα κεφάλια μας ακούγαμε μέσα στον σκοτεινό ουρανό τα γερμανικά αεροπλάνα ν’ αδειάζουν τις φωτιές τους πάνω στην απροστάτευτη όμορφη πόλη της Κέρκυρας. Τη Χώρα.

Μετά από λίγο φτάσαμε στη Σπηλιά. Σταματήσαμε μπροστά από τις δύο καμάρες βλέποντας πως ήταν αδύνατο να προχωρήσουμε. Όλη η περιοχή της Σπηλιάς ήτανε ζωσμένη στις φλόγες. Λίγο πιο ξέμακρα, προς το Καμπιέλο, εκεί που ήταν η γειτονιά των Εβραίων τα πάντα ήσαν τυλιγμένα στις φλόγες. Όλη η συνοικία ήταν μια φωτιά.
Μείναμε για λίγο εκεί μην ξέροντας τι να κάνουμε. Ένοιωθα το χέρι του πατέρα μου να κρατά σφιχτά το δικό μου χέρι. Τον κοίταξα για μια στιγμή κι έμοιαζε ν’ αναμετράει ποιά θα πρέπει να είναι η επόμενη κίνησή μας.
-Να πάμε από το Μαντούκι, του είπε η μάνα μου σε μια στιγμή. Κοίταξε. Όλοι από κει πάνε, και του έδειξε άλλες ομάδες ανθρώπων που τραβούσαν προς το Μαντούκι, εκεί που ήταν μια ακόμη είσοδος για το Φρούριο.
Όμως η διαδρομή από το Μαντούκι ήταν λίγο μακριά κι απαιτούσε ώρα αρκετή. Εν τω μεταξύ πάνω από τα κεφάλια μας τα αεροπλάνα πύκνωναν όλο και πιο πολύ. Έμοιαζαν σαν να ήθελαν να τελειώσουν το δολοφονικό έργο τους μέσα σε μια νύχτα.
-Όχι, είπε με μια παράξενη αποφασιστικότητα ο πατέρας μου. Θα περάσουμε από δω.
-Είσαι στα καλά σου χριστιανέ μου, φώναξε η μάνα μου. Θα μας πας μέσα από τις φωτιές να μας κάψεις.
-Κοίτα, της λέει. Η φωτιά είναι από τη μια μεριά του δρόμου. Από την άλλη τα σπίτια δεν καίγονται ακόμη. Θα πάμε λοιπόν τρέχοντας και άκρη-άκρη. Είκοσι βήματα είναι. Θα τα περάσουμε. Εσύ έλα πίσω μου, είπε στη μάνα μας. Και σφίγγοντας πιο σφιχτά το χέρι μου και από την άλλη μεριά κρατώντας τη μικρή αδελφή μου, ξεχυθήκαμε να περάσουμε ανάμεσα από τις φωτιές. Είχαμε κάμει μερικά βήματα όταν κοντοστάθηκα τρομαγμένος και το βλέμμα μου καρφώθηκε κάτω στο έδαφος.
-Μη σταματάς, μου φώναξε νευριασμένος. Προχώρα να φύγουμε πριν καούμε.
-Πατέρα, ένας άνθρωπος καμένος του είπα με μια φωνή γεμάτη τρόμο ενώ παράλληλά είχα νοιώσει μια παράξενη ανατριχίλα να διαπερνά όλο το κορμί μου. Στις λίγες στιγμές που σταμάτησα μπόρεσα να διακρίνω εκεί, δίπλα στα πόδια μου, το καμένο κορμί του. Ήταν όλος ένας μαυρισμένος όγκος και λίγος καπνός έβγαινε ακόμη από το κορμί του. Ήταν αδύνατο να ξεχωρίσω αν ήταν άνδρας ή γυναίκα. Το μόνο που ένοιωθα ήταν πως μπροστά μου έβλεπα ένα καμένο άνθρωπο. Ο πατέρας μου χωρίς να μου πει τίποτα με τράβηξε απότομα και προχωρήσαμε προς το Φρούριο. Σε λίγο περνούσαμε την είσοδο, κάτω από την κεντρική στοά. Ήταν οι πρώτες στιγμές που επί τέλους νοιώθαμε μια ασφάλεια πάνω μας. Τα αεροπλάνα συνέχιζαν ανενόχλητα τον περίπατό τους πάνω από την ανυπεράσπιστη Χώρα σκορπίζοντας ασταμάτητα τις φονικές φωτιές τους. Σε λίγο είχαμε βρει μια γωνιά σε κάποια από τις πολλές στοές του Φρουρίου και εκεί στήσαμε το σπιτικό μας παρέα με άλλους πολλούς που είχαν ζητήσει κι αυτοί καταφύγιο εκεί. Η μητέρα μου έστρωσε κάποιες κουβέρτες και μας έβαλε να ξαπλώσουμε. Η ώρα περνούσε. Όμως ήταν αδύνατο να κλείσουμε τα μάτια μας. Τα όσα είχαμε ζήσει δεν άφηνε τον ύπνο να έρθει.

Σε κάποια στιγμή είδαμε έξω από την είσοδο της στοάς, τον ουρανό να παίρνει το χρώμα της αυγής. Τα αεροπλάνα είχανε σταματήσει από ώρα να ακούγονται. Οι άνθρωποι ένας-ένας βρίσκανε το θάρρος να βγαίνουν έξω. Βγήκαμε κι εμείς μαζί με τον πατέρα μου. Προχωρήσαμε στην άκρη της μάντρας και σταθήκαμε εκεί να κοιτάζουμε. Από το ύψος που βρισκόμαστε βλέπαμε όλη τη Χώρα να απλώνεται κάτω από τα πόδια μας τυλιγμένη στους καπνούς και τις φλόγες. Κοιτούσαμε αμίλητοι την βιβλική καταστροφή. Κοιτούσαμε μια ολόκληρη πόλη να καίγεται, εκδίκηση στη μανία κάποιων εγκληματιών. Κάποιοι δίπλα μας προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν τα κτίρια που καιγόντουσαν.
-Αυτή η μεγάλη φωτιά πρέπει να είναι το Bella Venecia. Το μεγαλύτερο και πολυτελέστατο ξενοδοχείο των Βαλκανίων κείνης της εποχής ήταν κι αυτό τυλιγμένο στις φλόγες. Πιο πέρα η Ιόνιος Ακαδημία, το πρώτο Πανεπιστήμιο της Ελλάδας.
-Να. Κει πέρα είναι το θέατρο, είπε κάποιος. Το Δημοτικό θέατρο. Κι αυτό το μεγαλύτερο των Βαλκανίων με τις πολυτελέστατες αίθουσες. Το Δημαρχείο, η Βιβλιοθήκη με έναν τεράστιο θησαυρό σπάνιων εκδόσεων. Κι ακόμη ένα πλήθος από ιστορικά κτίρια, κείνο το πρωινό του Σεπτέμβρη του '43 ήταν όλα τυλιγμένα στις εγκληματικές φωτιές των Γερμανών. Μείναμε για ώρες εκεί κοιτάζοντας το τρομερό θέαμα. Πάνω στον ουρανό ακούστηκαν και πάλι τα αεροπλάνα να έρχονται. Αυτή τη φορά με εκρηκτικές βόμβες. Έτσι, για να αποτελειώσουν ό,τι είχε απομείνει.
.
* Στην επόμενη ανάρτηση το 3ο και τελευταίο...

Τρίτη 3 Μαρτίου 2009

Η Κέρκυρα στις φλόγες

Σεπτέμβρης του 1943 ήταν. Κι ακριβώς 14 του μηνός. Μέρα μεγάλη. Μέρα της γιορτής του Τίμιου Σταυρού. Ένα σούρουπο μελαγχολικό. Ανάρια σύννεφα πάνω από την πόλη της Κέρκυρας δεν σήμαιναν βροχή. Όμως η μυρουδιά του φθινοπώρου ήταν διάχυτη.
Το σκοτάδι δεν είχε ακόμη για τα καλά απλωθεί όταν από μακριά ακούστηκε ο βαθύς ρόγχος αεροπλάνων που πλησίαζαν. Κάτι που δεν ήταν παράξενο για μας κείνες τις μέρες του πολέμου. Κι ακόμη πιο πολύ στα νησιά μας, που οι Ιταλοί μετά την συνθηκολόγηση είχαν αρνηθεί να τα παραδώσουν στους Γερμανούς. Και τούτοι δω χολωμένοι το είχαν πάρει συνήθεια να φτάνουν κάθε μέρα πάνω από τη Χώρα και να μας ρίχνουν τις βόμβες τους. Κι όχι πως έψαχναν για κάποιους στόχους των Ιταλών. Άφηναν τις βόμβες να πέσουν όπου να ’ναι. Κι εμείς τρέχαμε αλαφιασμένοι να κρυφτούμε σε ό,τι είχαμε ονομάσει καταφύγιο άσχετο αν αυτό το κατασκεύασμα είχε κάποια σχέση με τα καταφύγια και προστάτευε τη ζωή μας.
Έτσι κι εκείνο το σούρουπο, τρέξαμε να κρυφτούμε. Όμως από τις πρώτες εκρήξεις που ακούσαμε κάτι μας φάνηκε ότι τούτος ο βομβαρδισμός δεν είναι σαν τους άλλους.. Κάτι το διαφορετικό υπήρχε. Η εμπειρία που είχαμε αποκτήσει από τις τόσες βόμβες που είχαμε φάει στο κεφάλι μας, προσπαθούσε να το εξηγήσει. Μας παραξένεψε πολύ ο υπόκωφος και πολύ σιγανός κρότος της έκρηξης. Κι ακόμη ότι η γης δεν έτρεμε όπως με τους άλλους βομβαρδισμούς. Και τότε ήταν που από κάπου ακούστηκε η πρώτη φωνή.
-Φωτιές!! Τα αεροπλάνα ρίχνουν φωτιές!!
Αψηφώντας τα αεροπλάνα, που άλλωστε είχαν ήδη αρχίσει να απομακρύνονται, βγήκαμε έξω από τα υποτιθέμενα καταφύγια και προσπαθούσαμε να μάθουμε που ήσαν οι φωτιές.
-Κάτω στην Πιάτσα καίγονται όλα, φώναξε κάποιος.
Αψηφώντας τις φωνές και τις απειλές των δικών μας τρέξαμε όλο το τσούρμο, εμείς τα πιτσιρίκια, προς το μέρος της Πιάτσας. Ήταν τότε που ένοιωσα μια δυνατή ανατριχίλα να διαπερνά όλο μου το κορμί.

Σαν φτάσαμε κοντά στο καντούνι του Αγίου ήταν αδύνατο να προχωρήσουμε πάρα κάτω. Όλος ο τόπος ήταν μια μεγάλη φωτιά . Οι φλόγες ανέβαιναν ψηλά στον ουρανό και η κάπνα γέμιζε όλη τη γειτονιά. Τα σπίτια, παλιά με αρκετό ξύλο και κολλημένα καθώς ήσαν, άρπαζαν τη φωτιά και την άπλωναν και στα διπλανά. Οι άνθρωποι έτρεχαν σαν τρελοί για να ξεφύγουν από τον κλοιό της φωτιάς και οι φωνές τους ακούγονταν γεμάτες τρόμο με στο σύθαμπο του δειλινού.
-Στην πάνω Σπιανάδα καίγονται όλα.
-Και στο Σαν Ρόκκο έχει φωτιές.
-Φύγετε ούλοι σας. Πατριώτες φύγετε. Θα ξανάρθουνε.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα πήραμε τρέχοντας το δρόμο για τα σπίτια μας. Βρήκα τη μάνα μου να είναι έξω από την πόρτα και να προσπαθεί να μας μαζέψει. Η μικρή μου αδελφή ήταν εκεί. Σε λίγο ήρθε και ο δεύτερος. Η μάνα μου αναστατωμένη ρωτούσε όλους μας για τον μεγάλο μας αδελφό.
-Τον Σπύρο τον είδε κανείς σας;
Κείνην την ώρα έφτασε αναστατωμένος ο πατέρας μας σέρνοντας κυριολεχτικά από το χέρι τον μεγάλο μας αδελφό.
-Τον μάζεψα !! φώναξε στη μητέρα μου και αυτό έλεγε πολλά. και τα ξέραμε. Πάλι με τα κοριτσόπουλα ήτανε.
-Πάρε λίγα πράγματα και πάμε.
-Που θα πάμε άνθρωπέ μου; τον ρώτησε η μάνα μου.
-Στο Φρούριο. Μόνο εκεί θα έχουμε μιαν ασφάλεια. Τούτοι δω θα ξανάρθουνε να αποτελειώσουνε όλη την πόλη.
Και πραγματικά κείνη τη στιγμή ακούστηκαν και πάλι από μακριά οι μηχανές των αεροπλάνων καθώς αγκομαχούσαν να φτάσουν πάνω από την πόλη.
-Γρήγορα να φύγουμε, φώναζε ο πατέρας μου μαζεύοντας κι αυτός μερικά πράγματα. Σε λίγο είμαστε στους δρόμους. Πάνω μας τα αεροπλάνα ξεφόρτωναν το δεύτερο φορτίο φωτιάς. Κι εμείς τρέχαμε μαζί με πολλούς άλλους να φτάσουμε στο φρούριο.
Πως όμως;
(Συνεχίζεται)