Φίλες και
φίλοι μου.
Κάποιοι
καλοί μου επισκέπτες της σελίδας των Εφτανήσων και οι οποίοι έχουν γευτεί ένα
δείγμα των λογοτεχνικών μου ασχολιών, μου έριξαν την ιδέα να παρουσιάζω
κάπου-κάπου από εδώ και κάποιο από τα έργα μου. Κάποιο διήγημά μου. Το σκέφτηκα.
Μα πιο πολύ σκέφτηκα ότι κάτι τέτοιο δεν θα σας δυσαρεστούσε.Το αντίθετο πιστεύω.
Αρχίζω
λοιπόν σήμερα με την παρουσίαση του διηγήματός μου
«Χριστούγεννα στην Κέρκυρα της Κατοχής».
Μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή. Θα χαρώ να έχω την
οποιαδήποτε κρίση σας.
Να πω μόνο
ότι το διήγημά μου αυτό παρουσιάστηκε την Κυριακή 22 Δεκεμβρίου του 2013 από το
τηλεοπτικό κανάλι, ΕPSILON TV της Αθήνας, στην εκπομπή ΕΛΠΙΖΩ του Γιάννη
Αλαμάνου, στις δύο το μεσημέρι. Φυσικά συμμετείχα κι΄εγώ τηλεφωνικά. Όπως μου
είπαν φίλοι από την Ελλάδα που είδαν την εκπομπή, άρεσε πάρα πολύ. Αλλά και η
παρουσιάστρια Ντέσσυ Κουβελογιάννη, η οποία ήταν καταπληκτική στην παρουσίαση,
στο τέλος της εκπομπής μου αφιέρωσε τα καλύτερα λόγια και την ευχαριστώ.
Απολαύστε
το κι΄εσείς φίλες και φίλοι και αν θέλετε κάπου-κάπου να γνωρίζετε κι΄από ένα.
Νάστε όλοι
σας καλά και σας ευχαριστώ για την αγάπη σας στα «Εφτάνησα.» ΧΡΟΝΙΑ ΣΑΣ
ΠΟΛΛΑ.
Ήτανε λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του ’43, στην Κέρκυρα. Βαρύς ο
χειμώνας είχε φτάσει κείνη τη χρονιά. Όλες οι μέρες, η μια μετά την άλλη
ερχόντουσαν και φεύγανε γεμάτες σύννεφα, μια βροχή που ήτανε πολύ κρύα κι΄ένας αγέρας παγωμένος, που σφύριζε και
έμοιαζε να μας τρυπάει μέχρι τα κόκαλα. Κι΄ητανε κι΄η πείνα που έσφιγγε τα
στομάχια μας κι’ έκανε το κρύο να φαντάζει ακόμη πιο φοβερό και να μας
βασανίζει ακόμη πιο πολύ.
Πάνω στο όμορφο νησί μας, όπως και σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, η σκλαβιά
βάραινε τη ζωή μας και ο τρόμος από τους καταχτητές ήταν η μόνη συντροφιά μας
όλη μέρα.
Κι’ όσο είχαμε τους Ιταλούς αφεντάδες μπορεί κανείς να πει ότι η ζωή μας
ήτανε κάπως υποφερτή. Κάπως πιο άνθρωποι τούτοι δω μας φερόντουσαν λίγο πιο ανθρωπινά, λίγο καλύτερα. Καταλάβαιναν ίσως τον πόνο μας και πάντα, είναι η
αλήθεια, προσπαθούσαν να κάνουν την παρουσία τους, όσο γινόταν, κάπως καλή.
Όμως δυό - τρεις μήνες είχανε περάσει που οι Γερμανοί, μετά την συνθηκολόγηση
της Ιταλίας και την σύρραξη που είχανε με τους Ιταλούς και αφού κάψανε την
πόλη, καταλάβανε όλο το νησί και η ζωή όλων μας έγινε τρομερά δύσκολη. Οι
εκτελέσεις των κατοίκων του νησιού, πολλές φορές και για την πιο ασήμαντη
αφορμή είχαν γίνει πια ένα συνηθισμένο
καθημερινό φαινόμενο. Όσο για φαγητό η κατάστασή μας ήτανε δραματική. Δεν
υπήρχε τίποτα που να μπορεί κανείς να βρει για να φάει. Όσο κι’ αν έψαχνε σε όλη την αγορά ήταν
αδύνατο να βρει κάτι φαγώσιμο. Οι πιο πολλοί από τους κατοίκους ξεκινούσαν
χαράματα με την ανατολή του ήλιου, τριγυρνούσαν όλα τα γύρω χωριά και πρόσφεραν στους χωρικούς
ρούχα, χρυσαφικά και ό,τι άλλο διέθεταν με αντάλλαγμα οτιδήποτε που να μπορούσε
να λιγοστέψει την πείνα τους.
Για μας τα παιδιά το μαρτύριο ήταν ανυπόφορο. Μάταια γυρίζαμε όλη μέρα στις
διάφορες γειτονιές και ψάχναμε τους ντενεκέδες με τα σκουπίδια. Ποιός πετούσε
σκουπίδια κείνη την εποχή; Όμως εμείς σαν βλέπαμε κάποιον σκουπιδοτενεκέ
τρέχοντας πέφταμε πάνω του και ακολουθούσαν καυγάδες ομηρικοί ποιός πρώτος θα
χώσει μέσα το κεφάλι του με την ελπίδα να βρει κάτι.
Με το γέρμα του ήλιου, αποκαμωμένοι γυρνούσαμε στα σπίτια μας για να δούμε
το θλιμμένο πρόσωπο της μάνας μας, με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα να μας κοιτάζει
αμίλητη μην έχοντας ούτε τη δύναμη να μας πει ότι δεν έχει τίποτε να μας δώσει
να φάμε.
Κάποια στιγμή ερχόταν κι’ ο πατέρας. Μαζευόμαστε όλα γύρω του και κοιτούσαμε
τα χέρια του μήπως και κρατάει κάτι. Μετά τον κοιτάζαμε στα μάτια καρτερώντας
μήπως ανοίξει κάποια τσέπη του και μας δώσει κάτι τις. Κι’η νύχτα μας
περνούσε προσπαθώντας να ξεχάσουμε την
πείνα μας παραδομένοι στον ύπνο.
Κάπως έτσι φτάσαμε και στην παραμονή των Χριστουγέννων κείνη τη χρονιά.
Χαράματα σηκώθηκε κείνο το πρωινό ο πατέρας και μόλις ήρθε η ώρα που
επιτρεπόταν η κυκλοφορία τον είδαμε να βάζει στις τσέπες του κάποια πράματα και
ανοίγοντας την πόρτα χάθηκε μέσα στο πρώτο πρωινό φως της μέρας.
Για μια ακόμη φορά, εμείς, τα παιδιά, είχαμε απομείνει να στέκουμε εκεί.,
αμίλητα. Στ’ αλήθεια ήτανε τέτοια η πείνα μας, που δεν είχαμε ακόμη ούτε τη
δύναμη να μιλήσουμε, να πούμε κάτι. Μας είχε απομείνει να περιμένουμε τον
πατέρα μας με την ελπίδα πως τούτη τη φορά ίσως κατάφερνε να μας φέρει κάτι που
να μπορούσε να λιγοστέψει την πείνα μας.
Είχε σουρουπώσει σαν ακούσαμε στο δρομάκι της γειτονιάς μας τα βήματά του.
Τρέξαμε όλοι πίσω από την πόρτα περιμένοντάς τον να φανεί. Μπορώ να πω, πως
με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια μας περιμέναμε να ακούσουμε το κλειδί να
ανοίγει την πόρτα. Και κάποια στιγμή άνοιξε και μπήκε. Τα μάτια μας, γεμάτα με
την λαχτάρα της πείνας καρφωθήκανε στα χέρια του. Και τα κοιτούσαμε χωρίς να
μπορούμε να κάνουμε ούτε μια κίνηση.
Κείνο το απόβραδο της παραμονής των Χριστουγέννων, στα χέρια του ο πατέρας
μας κρατούσε σφιχτά μια σακούλα μεγάλη και οι τσέπες του αρκετά φουσκωμένες
έμοιαζαν στα μάτια μας σαν να έκρυβαν μέσα τους κάποιο θησαυρό. Έναν θησαυρό
που θα καταλάγιαζε για λίγο την πείνα μας.
Μαζευτήκαμε όλοι γύρω του και περιμέναμε κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
Κι΄αυτός, αφού μας χάϊδεψε για λίγο έβγαλε από τις τσέπες του λίγα ξερά σύκα
και μας έδωσε από ένα.
-Κατάφερα να βρω λίγο καλαμποκάλευρο, είπε με κουρασμένη τη φωνή του στη μάνα
μας. Μου δώσανε και λίγο λάδι.
Σταμάτησε για λίγο. Χαμήλωσε τη φωνή του
-Τα δυό δαχτυλίδια σου για το λάδι
και τα τρία βραχιόλια σου για το καλαμποκάλευρο.
Η μητέρα μου δεν μίλησε. Προσπάθησε μόνο να κρύψει κάποιο δάκρυ της αλλά
δεν τα κατάφερε.
Την άλλη μέρα, ανήμερα Χριστούγεννα, πήρε να μαγειρέψει. Ανακάτεψε το
καλαμποκάλευρο με νερό, έριξε μέσα και λίγο λάδι και το έβαλε στο τηγάνι.
Σαν έδειξε πως ψήθηκε κείνο το παράξενο κατασκεύασμα, το έβγαλε από το
τηγάνι, το έκοψε σε κομμάτια και καθίσαμε όλοι γύρω από το τραπέζι. Ποτέ μας
δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε τι ήτανε εκείνο που φάγαμε κείνα τα Χριστούγεννα
της Κατοχής. Όμως για κάποιες ώρες το στομάχι
μας έμοιαζε να είναι γεμάτο.