Δεκαπέντε Ιουνίου. Γιορτή του πατέρα. Τιμούν τον μεγάλο αγωνιστή της ζωής. Τον ακούραστο εργάτη της προσφοράς.
Ξεφεύγουμε από τα συνηθισμένα εφτανησιώτικα για ένα προσκύνημα στην γιορτή του πατέρα.
Στον κάθε πατέρα σε όλο τον κόσμο.
Ένα μικρό δείγμα τιμής τούτο το γραφτό μου σ΄αυτόν τον ήρωα της ζωής.
Δ.Ε.Κ
Έχουν
περάσει πάρα πολλά χρόνια από τότε που ο πατέρας μας έπαψε να υπάρχει ανάμεσά
μας. Ο χρόνος που κύλησε πήρε μαζί του πάρα πολλές θύμησες. Από το νου μου
έσβησε πολλά. Όμως η μορφή του πατέρα μας έχει μείνει στη θύμησή μου έτσι, όπως
τότε μικρό παιδί την θυμάμαι. Σαν μια ζωγραφιά, που πάνω της μπορούσες να
διαβάσεις τον ατέλειωτο σκληρό αγώνα μιας ολόκληρης ζωής. Πάνω στο αδύνατο
πρόσωπό του, ο πόνος, τα βάσανα και οι σκληροί αγώνες με τις ρυτίδες που τον
φόρτωσαν, είχανε σχεδιάσει παράξενα σχήματα. Κει πάνω ήτανε γραμμένη σχεδόν όλη
η ζωή του. Κει πάνω μπορούσες να διαβάσεις τους ατέλειωτους αγώνες του.
Τα
βράδια, σαν έφτανε στο σπίτι, κουρασμένος και αποκαμωμένος από τον μόχθο όλης
της μέρας, ξάπλωνε στην καρέκλα του, σε
μια γωνιά της μικρής μας κουζίνας, άπλωνε τα πόδια του κι΄άφηνε έναν
αναστεναγμό, σαν να ήθελε μ΄αυτό να διώξει από πάνω του όλη την κούραση που
βάραινε το κορμί του. Μετά έγερνε το κεφάλι του πίσω και κλείνοντας τα μάτια
του έμοιαζε να κοιμάται. Όμως εμείς, τα τρία μικρά του, ξέραμε πως δεν
κοιμόταν. Έτσι, με τα μάτια κλειστά του άρεσε να σκέφτεται, να συλλογάται.Ποιος
ξέρει τι.
Καμιά
φορά ξεφύλλιζε και καμιά παλιά εφημερίδα που του είχε δώσει κάποιος φίλος.
Σπάνια τύχαινε να πιει και κανένα ουζάκι “όταν τα
οικονομικά το
επιτρέπουν” όπως έλεγε κι΄ο ίδιος χαμογελώντας.
Κι΄έμενε ώρα πολλή εκεί μέχρι που η μάνα μας να ετοιμάσει το τραπέζι για το
βραδινό μας.
Ήτανε
πολλές φορές που εμείς, μικρά και αμέριμνα παιδάκια και τα τρία, τον
πλησιάζαμε, τον κοιτούσαμε μ΄αγάπη στα μάτια και προσπαθούσαμε, μ΄αυτό το αθώο
παιδιάστικο βλέμμα μας να περάσουμε τη δική μας χαρά μέσα στα δικά του πονεμένα
μάτια. Χαμογελούσε τότε, σαν μας έβλεπε να τον κοιτάζουμε έτσι παράξενα.
Έμοιαζε να ξυπνάει από τις σκέψεις του. Και
ξαφνικά έμοιαζε να αλλάζει τελείως. Έδειχνε να ξεχνάει την κούραση, τον πόνο
του και τα βάσανά του. Γινόταν τότε κι΄αυτός ένα μαζί με μας κι΄έπαιζε κι΄αυτός
μαζί μας σαν ένα μικρό, ξένοιαστο παιδί. Κι΄ήτανε για μας κείνες οι στιγμές οι
πιο όμορφες της ζωής μας.
Κάποτε τελειώναμε
τα παιγνίδια μας και τρέχαμε να σκαρφαλώσουμε πάνω του και να χωθούμε στην
αγκαλιά του. Παλεύαμε και τα τρία ποιός θα πάρει την πιο ζεστή θέση, όπως τη
λέγαμε. Ποιός θα είναι πιο πολύ σφιχτά στην αγκαλιά του. Ήτανε τότε που στα
χείλια του ζωγραφιζόταν ένα πλατύ χαμόγελο. Άπλωνε τα κουρασμένα χέρια του, που
στο παιδικό μυαλό μας φάνταζαν σαν πελώριες φτερούγες κάποιου παραμυθένιου αετού και μας σκέπαζε
και μας έσφιγγε στην αγκαλιά του με μια περίσσια αγάπη. Τότε ήτανε η ώρα για
το συνηθισμένο βραδινό μας παραμύθι. Μας κοιτούσε στα μάτια λυπημένος, μας
χάιδευε τα μαλλιά, μας έσφιγγε πιο πολύ στην αγκαλιά του κι΄άρχιζε το παραμύθι.
Ένα παραμύθι που του άρεσε πάρα πολύ να μας το λέει και μας το είχε πει
αμέτρητες φορές.
“Μια φορά κι΄ έναν
καιρό ήτανε ένας νέος φτωχός και πάντα λυπημένος. Η ζωή δεν του είχε χαρίσει
τίποτα πάρα πάνω από μια μεγάλη δύναμη για να μπορεί πάντα να αγωνίζεται. Η
τύχη του τον έριξε να γεννηθεί σ΄έναν τόπο φτωχό κι΄εκεί δούλευε σκληρά
ολημερίς χωρίς να βλέπει καμιά προκοπή.Έτσι κάποια στιγμή αποφάσισε να φύγει
μακρυά, να ξενιτευτεί. Να πάει σε άλλες χώρες κι΄εκεί να αναζητήσει την τύχη
του. Άφησε λοιπόν τον τόπο του άφησε τους γέροντες γονείς τού και τ΄αδέλφια του
κι΄ήρθε σε τούτη δω τη χώρα, την Αμερική, που λέγανε πως οι άνθρωποι βρίσκανε
τα λεφτά στους δρόμους. Ήρθε εδώ λοιπόν κι΄ άρχισε να αγωνίζεται νύχτα και
μέρα.
Όπως όλοι οι
άνθρωποι που έρχονται σε τούτη τη χώρα κάνουνε όνειρα του γυρισμού έτσι
κι΄αυτός ο άμοιρος έκανε όνειρα να καταφέρει κάποια μέρα να γυρίσει πίσω στην
πατρίδα του πλούσιος με λεφτά πολλά.
Όμως τα λεφτά δεν
ήσαν στους δρόμους, εδώ στην Αμερική, όπως έλεγαν. Δύσκολοι οι χρόνοι,
δύσκολες και οι δουλειές, πικρή κι΄η μοναξιά της ξενιτιάς. Κι΄αυτός ο άμοιρος
αγωνιζόταν ασταμάτητα όμως όλα του έρχονταν ανάποδα.”
Κείνο το
παραμύθι το είχαμε μάθει απ΄έξω πια. Το ακούγαμε κάθε βράδυ κι΄είχαμε μάθει
απ΄έξω την κάθε λέξη που ακολουθούσε. Όμως κανένα από τα τρία μας δεν σκέφτηκε
ποτέ να διαμαρτυρηθεί. Κανένα μας δεν είπε ποτέ κάτι που να τον πικράνει. Τον
αφήναμε να μας το λέει. Ξέραμε πως του πατέρα μας του άρεσε πολύ κείνο το
παραμύθι, που μόνος του βέβαια το είχε φτιάξει. Ξέραμε πως του άρεσε πάρα πολύ
να μας λέει κείνο το παραμύθι κάθε βράδυ. Το νοιώθαμε πως δεν ήτανε τίποτε άλλο
από ένα ξέσπασμα του πόνου του. Είχαμε καταλάβει πως κείνο το παραμύθι ήτανε το
παραμύθι της ζωής του. Ήτανε η ίδια η ζωή του.
Κι΄ο
πατέρας μας άφηνε έναν αναστεναγμό, άναβε ένα τσιγάρο, όταν είχε, ρουφούσε λίγο
ουζάκι, όταν το επέτρεπαν τα οικονομικά και συνέχιζε.
“Κάποια φορά βρήκε μια
καλή κοπέλα και παντρεύτηκαν. Κι΄έκαμαν τρία παιδάκια.”
Εδώ
σταματούσε για λίγο. Το βλέμμα του γεμάτο με αγάπη μας αγκάλιαζε και τα τρία.
Και χαμογελώντας συνέχιζε.
“Να...Σαν κι΄εσάς
να πούμε, Μεγάλωσαν τότε τα βάσανα. Μεγαλώσανε και τα έξοδα. Γίνανε ακόμα πιο
δύσκολες οι δουλειές. Κι΄είδε τότε πως απόμεινε σαν ένα όνειρο το να μπορέσει
κάποια μέρα να γυρίσει πλούσιος στην πατρίδα. Κι΄απόμεινε μόνη του παρηγοριά να
μπορέσει κάποτε να πάει τουλάχιστον για λίγο να δει τους γέρους γονιούς του πριν να πεθάνουν. Να δει και τ΄αδέλφια του και να πιούν ένα ποτήρι κρασί αντάμα.”
Περνούσαν
τα χρόνια πάνω από τον πατέρα μας κι΄από εμάς, τα παιδιά. Μεγαλώναμε εμείς κι΄ο
πατέρας μας γερνούσε. Και κάποια στιγμή ο καημένος παράτησε τα όνειρά του.
Κατάλαβε πως πλέον σαν μόνη χαρά στη ζωή σου θα είχε να κάνει όνειρα για τα
παιδιά του. Για μας τα τρία. Κι΄ήτανε κείνα τα όνειρά του το μέλλον το δικό
μας, οι σπουδές μας, η ίδια η ζωή μας.
“Εσύ αγόρι μου, έλεγε στον μεγάλο μας αδελφό, θέλω
να γίνεις ένας μεγάλος και σπουδαίος γιατρός. Ένας διάσημος γιατρός. Να μιλάει
όλος ο κόσμος για σένα.”
Ξαφνικά
σταματούσε και με τη λύπη ζωγραφισμένη στα μάτια του κοιτούσε τον αδελφό μας.
Σιγανή και τσακισμένη ακουγόταν η φωνή του.
“Ξέρω. Θα μου πεις χρειάζονται
χρήματα πολλά. Κι΄εμείς δεν έχουμε. Όμως μη σε νοιάζει αγόρι μου. Εγώ είμαι
εδώ. Θα δουλεύω σκληρά για να γίνεις εσύ μια μέρα ένας σπουδαίος γιατρός. Εσύ
νεαρέ μου, έλεγε σε μένα, θα γίνεις αρχιτέκτων. Ξέρω πως σου αρέσει. Αυτό είναι το όνειρό σου. Σε
βλέπω που όλη μέρα μες στα χαρτιά σου σχεδιάζεις σπίτια. Αρχιτέκτων λοιπόν θα
γίνεις μια μέρα νεαρέ μου. Έτσι; Μου το υπόσχεσαι;
Το μικρό μας, το
αγαπημένο μας, το μοναχοκόριτσό μας, η αδυναμία μας, κι΄ήταν στ΄αλήθεια η αδυναμία
όλων μας η μικρή μας αδελφή, εσύ θα γίνεις δικηγόρος. Τρέχει η γλωσσίτσα
σου. Δουλεύει το μυαλουδάκι σου. Κι΄η πονηριά δεν σου λείπει. Έχεις όλα όσα
χρειάζονται για να γίνεις μια σπουδαία δικηγόρος. Και θα γίνεις. Έτσι δεν
είναι; Και εγώ θα γίνω ένας γεράκος που για μοναδικό σκοπό της ζωής του θα έχει
να σας καμαρώνει.”
Κάπως
έτσι, μέσα σ΄αυτό το παραμύθι και στην αλήθεια ήρθε και κύλησε ο χρόνος. Μεγαλώσαμε
εμείς και τα τρία και ξεκινήσαμε να βρούμε το δρόμο μας. Κι΄όχι γιατί το έλεγε
το παραμύθι, αλλά πες έτσι γιατί το ήθελε η τύχη και το μυαλό μας βρεθήκαμε
κάποια στιγμή και τα τρία μας να σπουδάζουμε ό,τι είχε ονειρευτεί στο παραμύθι
του ο πατέρας μας για εμάς. Κι΄ήτανε τότε που κείνος ο γέρο-Πλάτανος, ο πατέρας,
πήρε το δρόμο που δεν έχει γυρισμό. Κι΄απομείναμε να τον θυμόμαστε και να του
δίνουμε την υπόσχεση πως θα γίνουμε αυτό που είχε ονειρευτεί για μας κι΄ότι
μπορούσε από εκεί ψηλά να είναι περήφανος για τα τρία μικρά του.
Από την συλλογή μου
“Λίγα σοβαρά και
πολλά αστεία.”