Κεντρική φωτογραφία για τον Οκτώβρη.
Η Παναγιά η Μυρτιδιώτισσα στα Κύθηρα.

Επίσκεψη στην ανέκδοτη συλλογή μου 
"Λίγα σοβαρά και πολλά αστεία" 
για μια...γεύση από τα σοβαρά. Από ένα εξώφυλλο περιοδικού η έμπνευση. Απολαύστε το.

Ένα μικρό νησάκι, που μοιάζει ξεχασμένο σε μιαν άκρη κάπου στο Αιγαίο. Στέκει εκεί, που το χέρι του Θεού το πέταξε. Ζωγραφιά του μια νταντελένια ακρογιαλιά και μια σειρά από μικρά σπιτάκια ακουμπισμένα πάνω της. Κι’ είναι ένα ανοιξιάτικο ηλιοβασίλεμα. Ένα ηλιοβασίλεμα γεμάτο από τα πιο όμορφα χρώματα που χαρίζει η φύση. Ένα ηλιοβασίλεμα από εκείνα που μαγεύουν. Υπέροχες εικόνες, που γεμίζουν τη ζωή των απλών ανθρώπων του νησιού.
Ένας απ’ αυτούς κι΄ο Γέρος. Ένα πρόσωπο αυλακωμένο με σκαφτές ρυτίδες, που μάταια προσπαθούν να τις σκεπάσουν τα κάτασπρα γένια του. Τα μαλλιά του γεμάτα από τα χιόνια που άφησε πάνω τους η ζωή στο διάβα της. Και τα μάτια του να λάμπουν ακόμα παράξενα, γεμάτα με μια ζωντάνια.
Με αργά κουρασμένα βήματα και ακουμπώντας στο χοντρό ραβδί του ο Γέρος βγήκε από το μικρό του το σπιτάκι. Προχώρησε προς τα έξω και κάθισε στο πεζούλι της αυλόπορτας. Μπροστά του, λίγα βήματα πιο πέρα, η θάλασσα του μικρού νησιού απλωνόταν γαλήνια, σαν ένα υπέροχο γαλάζιο βελούδο. Ο ήλιος έμοιαζε να προσπαθεί να στείλει βιαστικά τις τελευταίες του αχτίδες στο όμορφο μικρό νησί, πριν να κατηφορίσει και να χαθεί πέρα, μακρυά, εκεί που τέλειωνε η θάλασσα. Λίγο πιο πέρα κάποιοι ψαράδες έριχναν για μια ακόμη φορά τα δίχτυα τους σιγοτραγουδώντας. Ποιος ξέρει; Ίσως αυτή τη φορά να ήσαν πιο τυχεροί.
Κάθισε ο Γέρος μ’ έναν βαθύ αναστεναγμό κι’ ακούμπησε τις πλάτες του στην αυλόπορτα. Τα ρουθούνια του ανοιγόκλεισαν και ρούφηξαν ηδονικά την αλμύρα της θάλασσας. Έβγαλε από την τσέπη του ένα σακουλάκι με καπνό και ετοιμαζόταν να γεμίσει το τσιμπούκι του, που κρεμόταν στα χείλια του, όταν η ματιά του στάθηκε πάνω σ’ ένα παιγνίδι του μικρού του εγγονού, που ήτανε λίγο πιο πέρα παρατημένο.
Απόμεινε να το κοιτάζει περίεργα ο Γέρος. Ήταν κείνο το παιγνίδι, μια μικρή σκούνα, τέλεια φτιαγμένη, με ανοιχτά τα πανιά της.
Το εξώφυλλο του περιοδικού που μου έδωσε την έμπνευση.
Ένα μικρό πλεούμενο, που έμοιαζε έτοιμο να ξανοιχτεί και να κυλίσει πάνω στο απέραντο της θάλασσας για αλαργινά ταξίδια. Από κάποιο μακρινό ταξίδι του, την είχε φέρει ο πατέρας του μικρού, ο γιος του Γέρου. Για λίγη ώρα απόμεινε σιωπηλός ο Γέρος κοιτάζοντας το μικρό πλεούμενο. Ξαφνικά έσκυψε και με τη λαχτάρα ζωγραφισμένη στα γεροντίστικα μάτια του πήρε τη μικρή σκούνα στα χέρια του. Την πήρε στη αγκαλιά του με την ίδια χαρά που θα αγκάλιαζε και το μικρό εγγόνι του. Αγκάλιασε το παιγνίδι κι’έμοιαζε ν’ αγκαλιάζει όλη την περασμένη του ζωή. Κοιτούσε αμίλητος τη μικρή σκούνα και στα ζαρωμένα γεροντίστικα μάτια του έμοιαζαν να ζωγραφίζονται όλες οι περασμένες θύμησες του. Ένοιωθε μέσα του να ξυπνούν όλες οι αναμνήσεις του. Με τα χέρια του να τρέμουν από τη συγκίνηση χάιδεψε τα κατάρτια της, τα μικρά άσπρα πανιά της και τα ξάρτια της. Στο λαιμό του ανέβηκε ένας κόμπος. Κι’ έγινε κείνος ο κόμπος δάκρυ. Κι’ ήτανε αυτό το δάκρυ που φάνηκε στις άκρες των ματιών του και που θα μπορούσε, κείνη την κρίσιμη στιγμή της νοσταλγίας, να μαρτυρήσει όλη την περασμένη του ζωή. Ποιες αναμνήσεις θα μπορούσε να ζωντανέψει; Πόσες και πόσες ξεχασμένες ιστορίες θα μπορούσε να ξεθάψει, που στο σύνολό τους δεν θα ήτανε τίποτα πάρα πάνω από μια περασμένη πλέον ζωή. Από μια ζωή που έχει για πάντα φύγει. Μια ζωή περασμένη, που για μόνο δικαίωμά της έχει να παραμένει σε κάποιο λησμονημένο περιθώριο ανίκανη πλέον να ξαναζήσει τις έντονες στιγμές που έζησε κάποτε και που τώρα νοιώθει την απεριόριστη επιθυμία να τις ξαναζήσει.
Φτωχέ Γέρο. Παλιέ θαλασσόλυκε. Μη διστάζεις. Άφησε λεύτερη την καρδιά σου να ξεσπάσει. Άφησέ την λεύτερη να φανερώσει τους πόθους που παράκαιρα φωλιάζουν μέσα της. Άφησέ την να σου τραγουδήσει τα όνειρά σου, έστω κι’ αν εσύ τα νομίζεις τόσο τολμηρά. Άφησέ την να σου ψιθυρίσει τις θύμησές σου. Ίσως να ήτανε μια παρόμοια σκούνα κείνο το πλεούμενο, που εδώ και τόσα χρόνια σε πήρε και σένα – παιδί πράμα – από τούτο δω το νησί. Κάπου δεκαπέντε χρόνων ήσουνα τότε. Θυμάσαι; Φίλησες τη δόλια τη μάνα σου – ελαφρό το χώμα της – και φόρτωσες σε κείνο το πλεούμενο όλα τα όνειρά σου. Κι’ ένα πρωινό ακουμπισμένος στην κουπαστή είδες το μικρό σου νησάκι να αχνοφαίνεται, θαμπό σημάδι, στο βάθος του ορίζοντα.Το αγάπησες κείνο το πλεούμενο Γέρο. Το αγάπησες σαν δεύτερο σπίτι σου. Έδεσες τη ζωή σου μαζί με την δική του. Μαζί του πέρασες φουρτούνες, θύελλες, τρικυμίες μεγάλες. Μαζί του μοιράστηκε τις λύπες σου, τις χαρές σου και το ψωμί σου, γεμάτο από την αλμύρα της θάλασσας. Πάνω του έστησες όλα τα όνειρά σου. Έγινε κείνο το πλεούμενο ένα κομμάτι από τον εαυτό σου, ένα κομμάτι από τη ζωή σου. Κείνο το πλεούμενο ήτανε που σε ταξίδεψε σε κόσμους άγνωστους. Σε κόσμους που μόνο στα παραμύθια τους είχες ακούσει. Είδες άλλους ανθρώπους. Γνώρισες τη ζωή τους. Γεύτηκες τις χαρές που σου πρόσφεραν. Είδες άλλες θρησκείες. Κείνο το πλεούμενο ήτανε που σου έμαθε όλα τα μυστικά της ζωής. Μαζί του γνώρισες και την ηδονή του έρωτα.Και τώρα, Γέρος πια κάθεσαι στο σπιτάκι σου, σ’ αυτό το νησάκι που πρωτάνοιξες τα μάτια σου. Και μέσα στο μικρό σου σπιτάκι γεύεσαι όλη τη γαλήνη που τόσο απλόχερα σου προσφέρει η ζωή. Έχεις τη γριά γυναίκα σου και όλη τη φαμελιά σου. Όλοι όσοι σε βλέπουν πιστεύουν πως η ευτυχία σε έχει χαϊδέψει απλόχερα. Γιατί στ’ αλήθεια, σαν τι μπορεί να σου λείπει για να μην είσαι ευτυχισμένος; Σαν τι να αποζητάς ακόμη για να νοιώσεις την ευτυχία να γεμίζει το είναι σου στη λίγη ακόμη ζωή που σου απομένει; Όμως μόνο η μικρή σκούνα, το παιχνιδάκι του εγγονού σου, που με τόση λαχτάρα κρατάς στα χέρια σου θα μπορούσε να πει σε όλους τι σου λείπει. Μόνο η μικρή σκούνα θα μπορούσε να πει σε όλους πόσο πολύ ποθείς να γίνεις για μια μέρα νιος. Μόνο για μια μέρα. Ν’ ανέβεις πάνω της και να βρεθείς μαζί της μακρυά. Μέσα στην αγριεμένη θάλασσα. Να νοιώσεις ξανά τις πρωτινές έντονες συγκινήσεις σου .Να σε χτυπήσει αλύπητα για μια ακόμη φορά η αλμύρα της θάλασσας. Να αισθανθείς το κορμί σου να το τυλίγει η ανατριχίλα, αντικρίζοντας το άγριο κύμα να χτυπάει με λύσσα τα πλευρά του πλεούμενου. Ν’ ακούσεις το τραγούδι των γλάρων. Ν’ αφήσεις το βλέμμα σου τη νύχτα να πλανηθεί ψηλά, στον κόσμο των άστρων. Να μιλήσει με τις δυο Αρκούδες. Τη Μικρή και τη Μεγάλη. Να ψάξεις και να βρεις το αστέρι του Νότου. Και να σου κρατήσει συντροφιά η Πούλια σα θα είσαι βάρδια στο τιμόνι.Για μια ακόμη φορά να κάμεις ένα ταξίδι πάνω στα κύματα και πάνω στους αέρηδες. Και μετά.....Ω ! ! ! μετά.....Ήσυχα, ήσυχα ας κλείσουν τα μάτια σου. Φτωχέ Γέρο.
Όλα αυτά θα μπορούσε να πει κείνο το δάκρυ, που αργοκύλησε από τα γεροντίστικα μάτια. Όμως κι’ αυτό φοβισμένο στέγνωσε στην άκρη του ματιού. Κι’ ο Γέρος, με κινήσεις αργές και κουρασμένες, σηκώθηκε. Με κλωνισμένα βήματα προχώρησε προς τη θάλασσα. Άφησε τη μικρή σκούνα να γλυστρήσει από τα χέρια του και να ακουμπήσει απαλά πάνω στο γαλάζιο βελούδο. Κι’ όπως τη λίκνιζε το μικρο κύμα άφησε και αυτός τα γεροντίστικα όνειρά του να λικνιστούν μαζί της, κάτω από τις τελευταίες χρυσοκόκκινες ανταύγειες του ήλιου, πλάι στο τραγούδι των ψαράδων, στην ήρεμη ακρογιαλιά του νησιού του.

Φίλες και φίλοι μου.
Περάστε από την  ιστοσελίδα μου
http://hellascafe.blogspot.com
Πάντα θα βρήτε κάτι ενδιαφέρον.