Μπορείτε.....

....εκτός από τα Εφτάνησα να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα μου http://hellascafe.blogspot.com και να με βρήτε στο kondennis9@gmail.com
Θα χαρώ να σας δω.

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Ανδρέας Κάλβος

Λόγιος και εθνικός ποιητής, πατριώτης και επαναστάτης
Ένα πάρα πολύ όμορφο νησί του συμπλέγματος των Εφτανήσων αναμφισβήτητα είναι η Ζάκυνθος. Τόπος ευλογημένος από το Θεό, συνδυάζει την πλούσια πολιτισμική κληρονομιά με την παραμυθένια φυσική ομορφιά. Τόπος των γραμμάτων και των τεχνών το νησί, δέχτηκε επιρροές από όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, τις οποίες επιρροές αφομοίωσε σ’ ένα δικό της ιδιαίτερα πολιτιστικό κράμα.
Βαθειά επηρεασμένη από την ενετική κυριαρχία απέκτησε ένα ύφος ιδιαίτερο και μοναδικό. Στη Ζάκυνθο η αγάπη για τα γράμματα γέννησε ένα πλήθος διανοουμένων και ανάμεσά τους τον εθνικό ποιητή, τον πατριώτη, τον επαναστάτη, Ανδρέα Κάλβο.Ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, σύγχρονος του Σολωμού, ο Κάλβος, γεννήθηκε στην Ζάκυνθο το 1792 Μητέρα του ήταν η Αδριανή Ρουκάνη από ευγενή οικογένεια. Πατέρας του ο Κερκυραίος μικροαστός και τυχοδιώκτης Ιωάννης ή Τζανέτος Κάλβος.

Τα πρώτα του παιδικά χρόνια θα τα περάσει στη Ζάκυνθο ενώ σε ηλικία εννέα ετών ο πατέρας του θα εγκαταλείψει τη σύζυγό του και παίρνοντας τα δύο του παιδιά, τον Αντρέα και Νικόλα φεύγει στο Λιβόρνο της Ιταλίας.
Εκεί ο Αντρέας θα αναπτύξει τη φιλομάθειά του και θα έχει πάρα πολύ καλές σπουδές στην αρχαιοελληνική και Λατινική λογοτεχνία. Στο Λιβόρνο θα γράψει και το πρώτο του έργο, «Ύμνος στον Ναπολέοντα» κείμενο προτρεπτικό, αντιπολεμικό το οποίο όμως αργότερα θα το καταστρέψει και θα το αποκηρύξει. Θα ταξιδέψει στην Πίζα και στην Φλωρεντία, κέντρο τότε της πνευματικής ζωής και δημιουργίας στην Ευρώπη.
Τα δύο παιδιά μεγαλώνουν χωρίς οικογενειακή θαλπωρή. Η μητέρα έχει χάσει τα ίχνη των παιδιών της και ο πατέρας εγκαταλείπει τα παιδιά ταξιδεύοντας για τις δουλειές του.
Το 1812 δύο σημαντικά γεγονότα θα σημαδέψουν τη ζωή του. Ο θάνατος του πατέρα του με αποτέλεσμα την οικονομική του κάμψη και η γνωριμία του με τον Ούγκω Φώσκολο, τον πιο τιμημένο Ιταλό ποιητή και λόγιο της εποχής του αλλά και επαναστάτη..
Ο Φώσκολο στάθηκε για τον Κάλβο καλός φίλος, δάσκαλος, μέντορας και ξεναγός στο ισχυρό εκείνη την εποχή ρεύμα του νεοκλασικισμού αλλά και στις επαναστατικές ιδέες της εποχής. Κάτω από τις οδηγίες του Φώσκολου το 1813 θα γράψει στα Ιταλικά τις τρεις τραγωδίες του Θηραμένης, Δαναΐδες και Ιππίας.
Την ίδια χρονιά ο Φώσκολος θα αυτοεξοριστεί στην Ζυρίχη για να αποφύγει το αυστριακό καθεστώς και ο Κάλβος θα τον ξανασυναντήσει το 1816 όπου και από αυτόν θα μάθει για το θάνατο της μητέρας του γεγονός που τον συγκλονίζει όπως φαίνεται από την ωδή του Εις θάνατον


Το 1816 πάντα με συντροφιά τον Φώσκολο θα καταφύγουν στην Αγγλία όπου μετά ένα χρόνο η φιλία τους θα διακοπεί καθώς και οι δύο είναι τρομερά οξύθυμοι τύποι
Ο γάμος του με την Τερέζα Τόμας θα διαρκέσει μόνο ένα χρόνο αφού η Τερέζα πεθαίνει μαζί και η κόρη της. Στην συνέχεια επιστρέφει στην Φλωρεντία όπου εμπλέκεται στο κίνημα των Καρμπονάρων. Εκεί συλλαμβάνεται και απελαύνεται. Καταφεύγει στη Γενεύη.
Στην πόλη αυτή το 1824 θα εκδώσει τις πρώτες του 10 Ωδές με τον γενικό τίτλο
«Η Λύρα». Η έκδοση αυτή θα συμπληρωθεί μετά από δύο χρόνια με ακόμη 10 Ωδές και με την οικονομική ενίσχυση των φιλελλήνων του Παρισιού, και πλέον θα έχει τον τίτλο «Λυρικά».
Το 1826 ο Ζακύνθιος ποιητής θα επιστρέφει στην Ελλάδα με τον σκοπό πλέον να παραμείνει εκεί .
Φτάνει στο Ναύπλιο αποφασισμένος να συμμετάσχει στην προσπάθεια για μια Ελλάδα ελεύθερη και με την πολιτική της αναστήλωση, αλλά απογοητεύεται από την επικρατούσα διχόνοια και από την αδιαφορία για κείνον και το έργο του. Τελικά θα καταλήξει στην Κέρκυρα όπου για δύο χρόνια θα διδάξει το μάθημα της συγκριτικής λογοτεχνίας στην Ιόνιο Ακαδημία.
Τελικά ούτε εκεί θα καταφέρει να μείνει. Φεύγει πάλι γυρίζοντας την Ευρώπη για να καταλήξει στο Λονδίνο όπου εκεί θα το βρει ο θάνατος στις 3 Νοεμβρίου του 1869
Τα έργα του Κάλβου δέχτηκαν αρκετή κριτική από τις δύο επικρατούσες παρατάξεις των διανοουμένων της ελληνικής πραγματικότητας.
Η ποίηση του είναι αποτέλεσμα της νεοκλασσιστικής του παιδείας και της ρομαντικής του ψυχοσύνθεσης. Στην ποίησή του συμπλέουν το ειδυλλιακό, το παγανιστικό και το χριστιανικό στοιχείο με τα αρχαιοελληνικά πρότυπα. Όσον αφορά τη γλώσσα ο Κάλβος επιχειρεί να συνδυάσει δύο αντίθετες δυνάμεις. Τον μυθολογισμό και τα σύγχρονα γεγονότα της εποχής του.
Η ποίηση του Κάλβου για κάποιες δεκαετίες δεν θα τύχει της αναγνώρισης από τους Έλληνες διανοούμενους. Ούτε λίγο ούτε πολύ την θεωρούσαν ξένη κι αρνιόντουσαν να την εντάξουν στο χώρο της ελληνικής ποίησης. Μια πρώτη προσπάθεια για την ένταξή της θα γίνει από τον Δημήτρη Βικέλα γύρω στα 1880. Όμως μόνο μετά το 1889 θα γίνει μια στοιχειώδης αναγνώριση όταν ο Κωστής Παλαμάς σε μια διάλεξή του στον «Παρνασσό» θα προβάλλει τον Ανδρέα Κάλβο και το έργο του.


Πηγές
« Ο Κάλβος και η εποχή του» Mario Vitti
« H ποιητική του Ανδρέα Κάλβου » Γιάννης Δάλλας
« Ο κλασικισμός στην ποίηση του Κάλβου « Γιάννης Δάλλας
.
Ντένης Κονταρίνης

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

Προσόντα χειροτονίας...

Ήθελα, αλλά..

Είχα υπ΄όψη μου να κλείσω την περίοδο των Απόκρεω με μιά περιήγηση στα νησιά μας σχετικά με την γιορτή της Καθαρής Δευτέρας, τα Κούλουμα που λέμε, γιά να γνωρίσετε τα έθιμα . Απευθύνθηκα σε όλους τους φορείς των νησιών μας ζητώντας τους κάποιο λαογραφικό υλικό ή τουλάχιστον κάποιες πηγές που θα μπορούσα να ανατρέξω. Δυστυχώς γιά μιά ακόμη φορά αντιμετώπισα την πλήρη αδιαφορία τους, Ούτε μία απάντηση. Τα σχόλια δικά σας.
Γιά να κλείσουμε την περίοδο αυτή κάπως διασκεδαστικά επέλεξα μιά ακόμη εύθυμη ιστορία από το βιβλίο του αείμνηστου Χρήστου Βουνά: 2 ώρες με χορτάτα καφαλονίτικα γέλια.
Απολαύστε την.

Προσόντα χειροτονίας

Παπά «Τούτο» τον λέγανε στο χωριό του. Κι’ ήτανε ένας από τους πιό ενάρετους κι΄ευλαβικούς παπάδες της Κεφαλονιάς. Κι’ ο παπά...Τούτος κόντευε κι’ ο ίδιος να ξεχάσει την ονομασία του, ακούγωντας το πατατσούκλι, ο «Τούτος»
Κι΄αφού σε πολλούς προκαλούσε την περιέργεια να μάθουνε γιατί τα ζιζάνια του χωριού το ξαναβάφτισαν «Τούτο» ακούστε την ιστορία του.
Τσοπάνης ήτανε ο παπάς μας. Τσοπάνης φτωχός κι΄αγράμματος, αλλά ευλαβικός κι’ ενάρετος. Από παιδί δεν έλειπε από την εκκλησιά του χωριού του και σα μεγάλωσε και παντρεύτηκε, άφηνε τη γυναίκα του με το κοπάδι κι΄έτρεχε κάθε Κυριακή και γιορτή στην εκκλησιά τους να διαβαστεί σαν καλός χριστιανός.Έτσι αν και σχεδόν τελείως αγράμματος ήξερε όλα τα παπαδίστικα και τα ψαλτικά ανακατωτά κι΄απόξου. Γι’ αυτό και μόλις πέθανε ο γέρο παπάς του χωριού του, όλοι οι συχωριανοί του τον υποδείξανε στον Δεσπότη γιά παπά τους.

Ο Πανιερώτατος όμως είχε τις αντιρρήσεις του.
-Δεν έχει τέκνα μου τα απιτούμενα παρά της εκκλησίας προσόντα
-Μα και στην εκκλησιά μας από μικροπαίδι δεν λείπει, Πανιερώτατε, και τα Ευαγγέλια και τα Συναξάρια τα ξέρει όλα και κάτι καπακίζει κουτσοδιαβάζοντας!..
Αλλά ο Δεσπότης ήταν ανένδοτος πως του λείπανε τ΄απαιτούμενα παρά της «Μητρός Εκκλησίας....προσόντα»
Όλα τούτα οι συγχωριανοί του, τα είπανε στον μέλλοντα παπά «Τούτον» και ετούτος τους διαβεβαίωσε πως θα πάει μοναχός του στο Δεσπότη και....
-Μωρέ εμένα να με φτύσετε αν δεν με κάμει αμέσως ο Δεσπότης παπά σας. Μόλις του δείξω.... χειροπιαστά τα προσόντα μου.
Σα να το είχε δε και στην τσέπη του, που λέει ο λόγος, πως ο Δεσπότης μόλις θα τον αντίκρυζε, θα τον χειροτονούσε παπά, άρχισε ν΄αφήνει να μεγαλώνουν τα γένια του, τα μουστάκια του και τα μαλλιά του. Βρήκε δε και πούλησε το κοπάδι του, πιάνοντας δέκα κολλαριστά χιλιάρικα.
Την επομένη δε με τις ευχές όλων των συγχωριανών του καβάλλησε το γαϊδουράκι του και κατηφόρισε γιά του Δεσπότη κρατώντας στα χέρια του ένα φάκελλο λευκό από μπρος και από πίσω.
-Σου δώσανε γράμμα να πας στο Δεσπότη και το έχεις σίγουρο πως θα σε κάνει παπά, τον ρώτησε ο πρόεδρος καθώς τον αποχαιρετούσε.
Αλλά ο «Τούτος» τον κοίταξε πονηρά και του τόνισε.
-Μέσα σε τούτο το φάκελλο, πρόεδρέ μου, έχω κλείσει όλα μου τα προσόντα γιά παπάς.
Ο δε αθώος και απονήρευτος πρόεδρος σταυροκοπήθηκε με κατάνυξη αναρωτιόμενος.
-Μωρέ, τι διάολο προσόντα νάχει τούτος μέσα σε τούτο το φάκελλο αφού δεν έχει γράμμα ή μπιλλιετάκι του βουλευτή μας;
Κάποια στιγμή ο «Τούτος» φτάνει μπροστά στον Δεσπότη.
-Δεν δύναται τέκνον μου να γίνει τούτο, του δήλωσε κατηγορηματικά ο Σεβασμιώτατος.
-Μα Σεβασμιώτατε κι’ ηθικός και τίμιος και νοικοκύρης είμαι, αλλά και όλα τα ψαλτικά μας τα ξέρω απόξω.
-Δεν αρκούν τέκνο μου μόνο αυτά τα προσόντα σου και μην χάνεις τον καιρό σου άδικα.
Οπότε ο ήρωάς μας ξετρύπωσε από την τσέπη του το λευκό φακελλάκι
-Έχω και τούτο το προσόν ακόμα, Σεβασμιώτατε, ο κακομοίρης. Μελέτησέ το με την υπομονή σου και περνάω σε κάμμια ώρα να μου δώσεις την ευλογία σου και την οριστική σου απάντηση.
Και φιλώντας ευλαβικά το άγιο χέρι του ιεράρχη του, διακριτικά και σεβαστικά αποχώρησε, αφού του πασάρησε τον μαγικό φάκελλο. Μέσα στον οποίο είχε κλεισμένα τ΄αναμφισβήτητα της χειροτονίας του προσόντα. Ήτοι τα πέντε από τα δέκα κολλαριστά χιλιάρικα, που είχε πιάσει από την πούληση του κοπαδιού του και τα οποία μόλις αντίκρυσε ο Σεβασμιώτατος χαμογέλασε με ικανοποίηση, ψυθιρίζοντας με κατανυκτικότητα
-Μάλιστα. Με....τούτο μου φαίνεσαι άξιος γιά παπάς.
Την άλλη δε Κυριακή ανέβηκε στο χωτιό του και τον χειροτόνησε ενώ όλο το εκκλησίασμα αναφωνούσε άξιος και υπεράξιος
Μόνο που ο νεοφώτιστος άξιος, μόλις αποχώρησε ο Δεσπότης κι΄οι χωριανοί του τον καταφιλούσαν με σεβασμό και αγάπη μουρμούρησε χαμογελώντας στον πρόεδρο.
-Θυμάσαι πρόεδρε τι σου είπα;
-Αλήθεια παπά μου. Τι προσόντα είχες μέσα στο φάκελλο όταν τράβηξες γιά τον Δεσπότη;
Ο δε παπά «Τούτος» βγάζοντας από την τσέπη του τα άλλα πέντε κολλαριστά χιλιάρικα και κάνοντάς τα σα βεντάλια στο χέρι του, αερίστικε με δαύτα και του τόνισε.
-Άλλα πέντε από «Τούτα» μωρέ θεοπάλεβε πρόεδρε!
Και αφού...τούτο αποδείχτηκε σαν ατράνταχτο προσόν χειροτονίας για τον Δεσπότη λογικά και ευλαβικά οι συγχωριανοί του ξέχασαν τ’ ονοματεπώνυμο του παπά τους και τον βάφτισαν ο παπά….»Τούτος»

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

Της Αποκριάς συνέχεια...

Φίλοι μου γειά σας,

Βρισκόμαστε στη περίοδο των Απόκρεω. Την πιό τρελή, την πιό χαρούμενη, την πιό ξέφρενη περίοδο κάθε χρονιάς. Σκέφτικα λοιπόν μετά το Καρναβάλι στο Ληξούρι να περάσουμε και τις υπόλοιπες μέρες αυτής της χαρούμενης περιόδου με αναρτήσεις που να φέρνουν λίγο γέλιο. Ένα στοιχείο πολύτιμο στην εποχή μας, αφού τόσο πολύ μας λείπει. Εμπρός λοιπόν Απολαύστε ό,τι και όσα μπορέσω να βρω.

Την έπαθε το γκαρσόνι
Αντικρυστά ήτανε στην πλατεία του Αργοστολιού τα δύο μαγαζιά. Ο καφενές του Γεράσιμου και το ρολογάδικο του Μαρίνου.Ο δε Μαρίνος και πελάτης και φίλος ήτανε του καφετζή του Γεράσιμου αλλά το είχε γιά βίτσιο του κάθε μέρα να σκαρώνει και φάρσες.
Έτσι πάει μιά μέρα ο Μαρίνος περί τα εκατό μέτρα πάρα πέρα που είχε ένα άλλο καφενέ ένας ανταγωνιστής του Γεράσιμου και παραγγέλνει στο γκαρσόνι τον Κόκο.
-Βωρέ Κόκο, φέρε μου σε παρακαλώ έναν βαρύ γλυκό.
Κι΄ο καφετζής και ο Κόκος, που ξέρανε πως αντίκρυ στο ρολογάδικο του Μαρίνου ήτανε ο καφενές του Γεράσιμου, και πως με φιλία αδελφική συνδεόντουσαν, κάνουν τη λογική σκέψη, πως κάτι θα μεσολάβησε μεταξύ τους και μ΄ένα στόμα απαντούν στην παραγγελία του Μαρίνου
-Αμέσως!!!!
Σίγουροι πως από τώρα και στο εξής θα τον είχανε γιά πελάτη τους.
Ο δε Κόκος τρέχει και τον προλαβαίνει καθώς ξεπόρτιζε και τον ρωτάει.
-Στο μαγαζί σου θέλεις να σου φέρω Μαρίνο μου τον καφέ που παράγγειλες;
Ο δε σατανικός Μαρίνος σοβαρός του λέει.
-Όχι βωρέ Κόκο μου. Να μου τον φέρεις στον καφενέ του Γεράσιμου.
Ο δε φτωχός Κόκος μη μπορώντας να εξηγήσει την ανεξήγητη παραξενιά του....νέου πελάτη του και την επιθυμία του, πήρε το δίσκο και πήγε και σέρβιρε τον καφέ του Μαρίνου στο τραπέζι του καφενέ του Γεράσιμου. Κι΄ελάτε τώρα εσείς στη θέση του κουρλού του καφετζή του Γεράσιμου να δει τον Κοκό που δούλευε σαν γκαρσόνι στο καφενείο του ανταγωνιστή του να έρχεται και να σερβίρει στο τραπέζι του καφέ στον δικό του πελάτη, στο γείτονά του και τον αδελφικό του φίλο, το Μαρίνο.
Θόλωσε το μυαλό του, ζαλίστηκε, ο θυμός του ξεχείλησε και κατακόκινος σαν αστακός δίνει μιά και τουμπάρει το τραπέζι. Κι΄αρπαζοντας από την κρεμάστρα του καφενέ ένα μπαστούνι που είχε κραμασμένο άρχισε να κυνηγάει τον Κόκο στο δρόμο γιά να του σπάσει τα κόκαλα. Ο δε αθεόφοβος Μαρίνος έτρεξε και μπήκε στη μέση να τους χωρίσει, ρωτώντας μάλιστα
-Τι έγινε βωρέ παιδιά; Τι συνέβηκε και αρπαχτήκατε;
.


Ο Ηλίας Μηνιάτης

Το άγαλμα του Ηλία Μηνιάτη του μεγάλου του Γένους Δασκάλου, από χρόνια ήτανε στημένο μπροστά στο Μαρκάτο, το χαρακτηριστικό και όμορφο κτίριο στην πλατεία του Ληξουρίου.
Με τους σεισμούς του ’53 το άγαλμα έπεσε και σπάσανε τα δυό του χέρια. Κείνη τη θλιβερή μέρα του Αυγούστου και ενώ όλη η Κεφαλονιά είχε μετατραπεί σε ερείπια, πέρασε από το Μαρκάτο, από τον τόπο της καταστροφής ένας κουρλοληξουριώτης και βλέποντας το άγαλμα του Μηνιάτη πεσμένο και μισοκατεστραμένο στάθηκε πάνω του το κοίταξε περίλυπος κι ένώ γύρω του τα πάντα είχαν γίνει σκόνη αυτός σκύβει πάνω από το άγαλμα και λέει
-Βωρέ Μηνιάτη! Καλά να πάθεις βωρέ που εκαθιόσουνε δώ πα και εκοίταες το Αργοστόλι.

Ας μου επιτραπούν δυό λόγια γιά τον κορυφαίο ιεράρχη της Ορθοδοξία, τον Ληξουριώτη Ηλία Μηνιάτη. Θεωρείται από τους επιφανέστερους άνδρες της Ορθοδοξίας του 17oυ Αιώνα Από τους μεγάλους διακριθέντας κληρικούς και από τους σπάνιους ρήτορες της εκκλησίας. Οι ομιλίες του υπό τον τίτλο «Διδαχαί» εξεδόθησαν στη Βενετία το 1717.

Φάσκελο ξεμυτιστό. ( καθαρά Κεφαλονίτικη μούτζα)

Ο σιόρ-Ανδρέας ο Λασκαράτος είχε ένα σέμπρο στα χτήματά του, τον Μπάμπη
Ο Μπάμπης πήγαινε στο Αργοστόλι ό,τι έβγαζε στα χτήματά του ο Λασκαράτος και τα πουλούσε.
Ένα πρωί λοιπόν εκεί που ο Μπάμπης περίμενε τη μπεζίνα (το καϊκάκι ) γιά να γυρίσει στο Ληξούρι βλέπει να περνάει ο σιόρ-Παναγάκης, θύμα του Λύχνου, της εφημερίδας του Λασκαράτου. Μόλις ο Παναγάκης βλέπει τον Μπάμπη κοντοστέκεται και του λέει
-Βωρέ Μπάμπη, πας γιά το Ληξούρι;
-Ναίσκε σιόρ-Παναγάκη μου, του λέει ο Μπάμπης.
-Θα μου κάμεις βωρέ ένα θέλημα; Τον ρωτάει.
-Μετά χαράς σιόρ-Παναγάκη μου. Ορίστε.
-Εκεί που θα πας θέλω να δώσεις στον αφέντη σου ένα φάσκελο ξεμυτιστό
Κι’ ο Μπάμπης χωρίς να τα χάσει του λέει
-Δε μου λες σιόρ-Παναγάκη. Αν δεν έβρω τον σιόρ-Αντρέα να σου το φέρω πίσω;

Ντένης Κονταρίνης