Δώδεκα μέρες καθίσαμε κλεισμένοι στις σπηλιές του Φρουρίου χωρίς να μπορούμε ποτέ να ξεμακραίνουμε απ’ αυτό. Μόνο ο πατέρας μας κατέβαινε κάθε δυο-τρεις μέρες στη καμένη Χώρα μήπως και βρει τίποτα να μας φέρει να φάμε. Καμιά φορά τον πετύχαιναν τα’ αεροπλάνα κι έτρεχε για να βρει κάποιο μέρος να κρυφτεί και να γλυτώσει από τις βόμβες.
Εμείς τα παιδιά είχαμε πιάσει φιλίες με τους Ιταλούς που ήσαν στο Φρούριο κι όλο κάτι μας έδιναν για να λιγοστέψουμε την πείνα μας. Πολλές φορές πηγαίναμε στην άκρη της μάντρας και κοιτούσαμε κάτω όπου σ’ έναν μικρό πυργίσκο του Φρουρίου, οι Ιταλοί είχαν στήσει ένα αντιαεροπορικό πυροβόλο και το δούλευαν δυο στρατιώτες. Είχαμε πιάσει και μ’ αυτούς φιλία και μας φώναζαν από κάτω και τους φωνάζαμε κι εμείς από πάνω.
Εμείς τα παιδιά είχαμε πιάσει φιλίες με τους Ιταλούς που ήσαν στο Φρούριο κι όλο κάτι μας έδιναν για να λιγοστέψουμε την πείνα μας. Πολλές φορές πηγαίναμε στην άκρη της μάντρας και κοιτούσαμε κάτω όπου σ’ έναν μικρό πυργίσκο του Φρουρίου, οι Ιταλοί είχαν στήσει ένα αντιαεροπορικό πυροβόλο και το δούλευαν δυο στρατιώτες. Είχαμε πιάσει και μ’ αυτούς φιλία και μας φώναζαν από κάτω και τους φωνάζαμε κι εμείς από πάνω.
Κάποιο πρωινό το μικρό αυτό αντιαεροπορικό χτύπησε δυο γερμανικά αεροπλάνα. Το ένα έπεσε στη θάλασσα και το άλλο πάνω στο μικρό νησάκι, το Βίδο, που είναι απέναντι από τη Χώρα.
Όταν έληξε ο συναγερμός και πήγαμε στην άκρη της μάντρας, είδαμε τους δυο Ιταλούς να τραγουδάνε και να χορεύουν από τη χαρά τους.
Την άλλη μέρα από νωρίς το πρωί, πάνω από τον ουρανό της Κέρκυρας βρισκόντουσαν τα Γερμανικά αεροπλάνα. Κρυμμένοι μέσα στις στοές ακούγαμε το μικρό αντιαεροπορικό να δουλεύει ασταμάτητα. Ακούγαμε το κροτάλισμά του και μέσα μας παρακαλούσαμε να ρίξει όσο πιο πολλά μπορεί αεροπλάνα των Γερμανών. Όμως ξαφνικά το κροτάλισμα του αντιαεροπορικού σταμάτησε να ακούγεται. Κείνη τη στιγμή όλοι μας νοιώσαμε κάποιο ξάφνιασμα. Σαν έφυγαν τα αεροπλάνα και βγήκαμε έξω από τις στοές τρέξαμε όλοι μας στην άκρη της μάντρας. Σκύψαμε κοιτάζοντας κάτω. Το θέαμα που αντικρίσαμε μας έκαμε όλους μας να παγώσουμε και να μείνουμε άφωνοι. Κάποια από τα παιδιά μην αντέχοντας στο θέαμα που αντίκρισαν τα μάτια τους έβαλαν τα κλάματα κι έτρεξαν στις στοές να κρυφτούν. Με τις φωνές των παιδιών όσοι ακόμη είχαν μείνει μέσα στις στοές έτρεξαν και ήρθαν στην μάντρα. Το θέαμα κάτω στον μικρό πύργο ήταν έξω από κάθε φαντασία. Το μικρό αντιαεροπορικό είχε γίνει ένας σωρός από σίδερα. Πλάι του οι δυο στρατιώτες πάνω στη γης έστεκαν κουφάρια άψυχα. Τον έναν η βόμβα τον είχε κόψει στα δυο. Ο άλλος ήταν δίπλα του χωρίς κεφάλι.
Τις υπόλοιπες μέρες που μείναμε στις στοές μου ήταν αδύνατο να πλησιάσω στην άκρη της μάντρας. Το θέαμα των δυο σκοτωμένων Ιταλών με είχε τόσο συγκλονίσει που για μέρες δεν ήθελα ούτε να φάω παρ’ όλη την πείνα που μας έδερνε.
Ένα πρωινό κάποιες ομάδες Γερμανών στρατιωτών είχαν φανεί έξω από το Φρούριο. Η αντίσταση των Ιταλών στην Κέρκυρα και μαζί και στα υπόλοιπα νησιά του εφτανησιακού συμπλέγματος, είχε τελειώσει. Οι Γερμανοί μας έδιωξαν από το Φρούριο και μας είπαν να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Ποιά σπίτια μας; Είχε μείνει τίποτα όρθιο;
Πάντως η οικογένειά μου είχε την τύχη να είναι στους λίγους τυχερούς. Σαν γυρίσαμε στη γειτονιά μας τα μόνα που αντικρίσαμε όρθια ήσαν το σπίτι μας και απέναντι η εκκλησιά των Αγίων Αποστόλων.
Από την πρώτη μέρα που οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κέρκυρας άρχισαν να συγκεντρώνουν τους Ιταλούς από όλα τα σημεία του νησιού. Τους μάζευαν στην πλατεία, κάτω στο λιμάνι και τους άφηναν εκεί γυμνούς και νηστικούς μέσα στη βροχή και το κρύο.
Ένα πρωινό έφτασε στο λιμάνι ένα πλοίο φορτηγό. Θυμάμαι ότι πολλά από εμάς τα παιδιά είχαμε μαζευτεί στα Μουράγια και το κοιτούσαμε να μπαίνει στο λιμάνι. Το κοιτούσαμε γιατί κείνες τις μέρες του πολέμου ήταν κάτι πολύ σπάνιο κάποιο πλοίο να φτάσει στην Κέρκυρα. Οι Γερμανοί άρχισαν να φορτώνουν τους Ιταλούς σ’ αυτό το πλοίο. Όλοι μας αναρωτιόμαστε που μπορεί να τους πάνε.
Προς το βράδυ το φόρτωμα τέλειωσε και το πλοίο μέσα στο σκοτάδι της νύχτας βγήκε από το λιμάνι.
Θα πέρασαν δυο-τρεις μέρες, θυμάμαι, όταν είδαμε τα πρώτα πτώματα των Ιταλών να επιπλέουν στις ακρογιαλιές της Κέρκυρας. Πραγματικά η θάλασσα είχε γεμίσει από πτώματα. Από το Μαντούκι και τα Γουβιά μέχρι πέρα τον κόλπο της Γαρίτσας, τον Ανεμόμυλο και το Μον-Ρεπό τα πτώματα γέμιζαν τις ακρογιαλιές.
Καταλάβαμε τότε πως οι Γερμανοί είχανε βγάλει το πλοίο έξω από το λιμάνι και το βούλιαξαν Με το που φάνηκαν τα πρώτα πτώματα στις ακρογιαλιές οι Γερμανοί μας έκλεισαν στα σπίτια μας απαγορεύοντας την κυκλοφορία κι αυτοί είχαν αμοληθεί και τα μάζευαν. Κανείς μας ποτέ δεν έμαθε που τα πήγαν, τι τα έκαμαν, που τα έθαψαν, αν τα έθαψαν πουθενά. Κι όταν μετά από μέρες μας άφησαν να βγούμε από τα σπίτια μας κάπου κάπου, στις ακρογιαλιές συναντούσαμε και κάποιο πτώμα.
Όταν έληξε ο συναγερμός και πήγαμε στην άκρη της μάντρας, είδαμε τους δυο Ιταλούς να τραγουδάνε και να χορεύουν από τη χαρά τους.
Την άλλη μέρα από νωρίς το πρωί, πάνω από τον ουρανό της Κέρκυρας βρισκόντουσαν τα Γερμανικά αεροπλάνα. Κρυμμένοι μέσα στις στοές ακούγαμε το μικρό αντιαεροπορικό να δουλεύει ασταμάτητα. Ακούγαμε το κροτάλισμά του και μέσα μας παρακαλούσαμε να ρίξει όσο πιο πολλά μπορεί αεροπλάνα των Γερμανών. Όμως ξαφνικά το κροτάλισμα του αντιαεροπορικού σταμάτησε να ακούγεται. Κείνη τη στιγμή όλοι μας νοιώσαμε κάποιο ξάφνιασμα. Σαν έφυγαν τα αεροπλάνα και βγήκαμε έξω από τις στοές τρέξαμε όλοι μας στην άκρη της μάντρας. Σκύψαμε κοιτάζοντας κάτω. Το θέαμα που αντικρίσαμε μας έκαμε όλους μας να παγώσουμε και να μείνουμε άφωνοι. Κάποια από τα παιδιά μην αντέχοντας στο θέαμα που αντίκρισαν τα μάτια τους έβαλαν τα κλάματα κι έτρεξαν στις στοές να κρυφτούν. Με τις φωνές των παιδιών όσοι ακόμη είχαν μείνει μέσα στις στοές έτρεξαν και ήρθαν στην μάντρα. Το θέαμα κάτω στον μικρό πύργο ήταν έξω από κάθε φαντασία. Το μικρό αντιαεροπορικό είχε γίνει ένας σωρός από σίδερα. Πλάι του οι δυο στρατιώτες πάνω στη γης έστεκαν κουφάρια άψυχα. Τον έναν η βόμβα τον είχε κόψει στα δυο. Ο άλλος ήταν δίπλα του χωρίς κεφάλι.
Τις υπόλοιπες μέρες που μείναμε στις στοές μου ήταν αδύνατο να πλησιάσω στην άκρη της μάντρας. Το θέαμα των δυο σκοτωμένων Ιταλών με είχε τόσο συγκλονίσει που για μέρες δεν ήθελα ούτε να φάω παρ’ όλη την πείνα που μας έδερνε.
Ένα πρωινό κάποιες ομάδες Γερμανών στρατιωτών είχαν φανεί έξω από το Φρούριο. Η αντίσταση των Ιταλών στην Κέρκυρα και μαζί και στα υπόλοιπα νησιά του εφτανησιακού συμπλέγματος, είχε τελειώσει. Οι Γερμανοί μας έδιωξαν από το Φρούριο και μας είπαν να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Ποιά σπίτια μας; Είχε μείνει τίποτα όρθιο;
Πάντως η οικογένειά μου είχε την τύχη να είναι στους λίγους τυχερούς. Σαν γυρίσαμε στη γειτονιά μας τα μόνα που αντικρίσαμε όρθια ήσαν το σπίτι μας και απέναντι η εκκλησιά των Αγίων Αποστόλων.
Από την πρώτη μέρα που οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κέρκυρας άρχισαν να συγκεντρώνουν τους Ιταλούς από όλα τα σημεία του νησιού. Τους μάζευαν στην πλατεία, κάτω στο λιμάνι και τους άφηναν εκεί γυμνούς και νηστικούς μέσα στη βροχή και το κρύο.
Ένα πρωινό έφτασε στο λιμάνι ένα πλοίο φορτηγό. Θυμάμαι ότι πολλά από εμάς τα παιδιά είχαμε μαζευτεί στα Μουράγια και το κοιτούσαμε να μπαίνει στο λιμάνι. Το κοιτούσαμε γιατί κείνες τις μέρες του πολέμου ήταν κάτι πολύ σπάνιο κάποιο πλοίο να φτάσει στην Κέρκυρα. Οι Γερμανοί άρχισαν να φορτώνουν τους Ιταλούς σ’ αυτό το πλοίο. Όλοι μας αναρωτιόμαστε που μπορεί να τους πάνε.
Προς το βράδυ το φόρτωμα τέλειωσε και το πλοίο μέσα στο σκοτάδι της νύχτας βγήκε από το λιμάνι.
Θα πέρασαν δυο-τρεις μέρες, θυμάμαι, όταν είδαμε τα πρώτα πτώματα των Ιταλών να επιπλέουν στις ακρογιαλιές της Κέρκυρας. Πραγματικά η θάλασσα είχε γεμίσει από πτώματα. Από το Μαντούκι και τα Γουβιά μέχρι πέρα τον κόλπο της Γαρίτσας, τον Ανεμόμυλο και το Μον-Ρεπό τα πτώματα γέμιζαν τις ακρογιαλιές.
Καταλάβαμε τότε πως οι Γερμανοί είχανε βγάλει το πλοίο έξω από το λιμάνι και το βούλιαξαν Με το που φάνηκαν τα πρώτα πτώματα στις ακρογιαλιές οι Γερμανοί μας έκλεισαν στα σπίτια μας απαγορεύοντας την κυκλοφορία κι αυτοί είχαν αμοληθεί και τα μάζευαν. Κανείς μας ποτέ δεν έμαθε που τα πήγαν, τι τα έκαμαν, που τα έθαψαν, αν τα έθαψαν πουθενά. Κι όταν μετά από μέρες μας άφησαν να βγούμε από τα σπίτια μας κάπου κάπου, στις ακρογιαλιές συναντούσαμε και κάποιο πτώμα.
Πάνω από εξήντα χρόνια έχουν περάσει. Το μικρό παιδάκι κείνης της εποχής είναι ένας ασπρομάλλης παππούς. Ένας παππούς που προσπαθεί να σβήσει κείνες τις μνήμες. Όμως ακόμη δεν το έχει καταφέρει.
Ντένης Κονταρίνης
Γράφεις, Ντένη, -για να μείνω στην τελευταία παράγραφό σου- πως έχουν περάσει πολλά χρόνια και παρ’ όλο που προσπαθείς να σβήσεις τις μνήμες δεν τα καταφέρνεις… Δεν νομίζω πως αυτό είναι αλήθεια, αντίθετα, το έγραψα και πριν από λίγο στον κοινό μας φίλο Γαβριήλ, νομίζω πως κι εσύ, όπως κι εκείνος, όπως κι εγώ, γράφουμε για να τις συντηρούμε αυτές τις μνήμες γιατί έτσι συμπληρώνουμε τη ζωή μας μη τυχόν και την αφήσουμε ανολοκλήρωτη φεύγοντας…
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα δεις, ωστόσο, ότι αυτές οι αναμνήσεις και θύμησες είναι που μας κρατάνε ακόμη μ’ αυτή την παιδικότητα… Μας κρατάνε και μας βοηθάνε έτσι ώστε να ξεπερνάμε τα… άλλα… τις μάταιες αναγκαιότητές μας…
Καλημέρα σου!!
Φίλε Στράτο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπορεί να έχεις δίκιο ότι αυτές οι αναμνήσεις είναι που μας κρατάνε στη ζωή και που μας επιτρέπουν μιά κάποια παιδικότητα. Όμως σκύψε πάνω τους να δεις πόσο πόνο κρύβουν μέσα τους.
Νάσαι καλά
Ντένης
Αγαπημένε μου κ. Διονύση , τί περιγραφές είναι και τούτες ! Πιστέψτε με : οι τρείς τελευταίες αναρτήσεις διαβάστηκαν απνευστί .Έννοιωσα τις φωτιές να καίνε το πρόσωπό μου και τις οβίδες των γερμανικών αερπλάνων να πέφτουν δίπλα μου , στα πόδια μου !
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσο σκληρό κι απάνθρωπο πράγμα είναι ο πόλεμος .Αποκτηνώνει τον άνθρωπο και ξερνάει μονάχα δυστυχία και θάνατο .
Πότε , επιτέλους ,θα το πάρουν απόφαση οι άνθρωποι να ζήσουν ειρηνικά ; Αλλά πώς να το κατορθώσουν με τόση αλαζονεία και τόσον εγωϊσμό που άφησαν να τους κυβερνάει ; Ειρήνη και απληστεία σε καμμιά περίπτωση δεν συμπορεύονται .
Απο την πατρίδα
καλημέρα.
Ναι, όμως Ντένη, όσο σκληρές κι αν ήταν αυτές οι μνήμες, μαζί με τις άλλες, τις όμορφες που σίγουρα και τέτοιες θα είχες πολλές συνθέτουν το ψηφιδωτό αυτό που σήμερα έχεις τον τρόπο να το ζωντανεύεις με τα γραφτά σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή συνέχεια.
Tρεις φίλοι
ΑπάντησηΔιαγραφήο Στράτος, ο Ντένης, με το Γαβρίλη,
ξάγρυπνους μας κρατούν κι ανακυκλώνουν
μνήμες, που έχουν όλες την ίδια γεύση: τραυματισμένο παρελθόν και πίκρα... Μπορούσε να ήταν καλύτερα, τότε, φίλοι, μα βλέπετε και το σήμερα καλύτερο δεν είναι!
Εμείς συνθηκολογούμε διότι δεν έχουμε άλλη εκλογή!
Καλή ...σαρακοστή,
Υιώτα
αστοριανή και...πολυάσχολη!
Ντένη, όσο πονεμένες και να είναι αυτές οι μνήμες, είναι αυτές που δίνουν στη ζωή (τουλαχιστον για εμένα) ένα ενδιαφέρον και μια καρτερία, βλέπω ότι όλοι στη σημερινή κατάσταση κλαίνε, φωνάζουν, ότι δεν μπορούν να ζήσουν ένεκα που θα τους λείψει το Corn Flakes ή ο καφές, ή η σοκολάτα από το πρωινό τους. Αυτά είναι που μέ κάνουν και γελώ, ναι γελάω μέχρι να πέσω κάτω.
ΑπάντησηΔιαγραφήή ακόμα κλαίνε στην Ελλάδα μέσω τηλεόρασης, αχ! τι θα γίνω το ψωμί ακρίβηνε, για το παιδάκι μου δεν υπάρχει παιδική χαρά δίπλα μου.
ε! φίλε γίνομαι έξω φρενών.
Εμείς πως μεγαλώσαμε; με τίποτα, σοκολάτα είδα για πρώτη φορά όταν ήμουνα μεγάλος, το κακκάο (Παυλίδη) το έτρωγαν μόνο οι πλούσιοι.
Λοιπόν πρέπει να γράφοντε για να μαθαίνουν οι νεώτεροι, λυπάμαι που ο πατέρας μου δεν έκανε αυτό, αντί να κρατά σημειώσεις να έγραφε, έτσι θα ήξερα εγώ κι όλοι μας πως ήταν η κατάσταση τότε, τα όνειρά τους, αλλά μας άφησαν τυφλούς χωρίς αναμνήσεις δικές τους, που θα ήταν δικά μας διδάγματα.
Γράφε λοιπόν!!!!!!!!
Νάσαι καλά φίλε,
Γαβριήλ
Αγαπητέ μου Φώτη, γιατρέ και φίλε μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ΄ευχαριστώ γιά τα καλά σου λόγια.
Και η δική μου γενιά μισέί τον πόλεμο περισσότεςρο από όλους τους ανθρώπους γιατί είχαμε την ατυχία να γνωρίσουμε τη φρίκη του στα πιό τρυφερά χρόνια της ζωής μας.
Νάσαι πάντα καλά
Ντένης
Αγαπητή μου Γιώτα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα από τα Εφτάνησα.
Το τρίο που αναφέρεις κάνει ό,τι μπορεί γιά να κρατά κάποιες μνήμες
-καλές ή κακές-άσβυστες. Μπορεί να πει κανείς ότι απλά γράφουμε ιστορία.
Νάσαι καλά
Ντένης.
Φίλε Στράτο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠιό πολύ μπορώ να πω ότι γράφω γιά να θυμηθούμε εμείς, οι παλιοί και να μάθουν οι νέοι.
Ντένης
Φίλε Γαβρίλη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕμείς, η γενιά μας, είχαμε την ατυχία αλλά και τύχη να μεγαλώσουμε μέσα στη δίνη του πολέμου και της Κατοχής. Αυτό ήταν το μεγάλο σχολείο γιά μας. Μάθαμε ότι μπορούμε να ζούμε χωρίς σοκολάτα, χωρίς φραπέ, ακόμη και χωρίς ψωμί. Έτσι όλα αυτά που γίνονται σήμερα στον κόσμο μας τα βλέπουμε αστεία, τα αντέχουμε, τα ξεπερνάμε. Όμως όπως και να το κάνουμε κάποιος πόνος μας έχει μείνει.
Νάσαι καλά
Ντένης
Ντένη, γεια σου,
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ άνθρωπος από τη φύση του είναι ένλογο ζώο, γιαυτό έχει κάνει και αρκετά αξιόλογα έργα. Δυστυχώς όμως πολλές φορές στην πορεία της ζωής του επιστρέφει στην άλογη (ζωόδη) υπόστασή του και παρουσιάζει ό,τι χειρότερο υπάρχει μέσα του. Κρίμας.
Να'σαι καλά,
Νίκος
Έχεις δίκιο φίλε Νίκο
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας έγινα από ανθρώπους που επέστρεψα στην άλογη υπόστασή τους.
Νάσαι καλά
Ντένης.
Αγαπητέ μου Ντένη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπισκέφτηκα το blog σου, Τα Εφτάνησα και μου άρεσε πάρα πολύ.
Διάβασα τις τρεις ιστορίες γιά την Κέρκυρα στις φλόγες και με την άδειά σου θα τις δημοσιεύσω στην εφημερίδα μου.
Νάσαι καλά
Νίκος Παλαμίδης.
Αγαπητέ Νίκο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ επίσκεψή σου στα Εφτάνησα είναι τιμή γιά μένα. Όπως τιμή είναι να δημοσιεύσεις τις ιστορίες μου στην εφημερίδα σου. Και βέβαια έχεις την άδειά μου.
Νάσαι καλά
Ντένης
Ευτυχώς που υπάρχουν άνθρωποι σαν και εσάς ώστε να μαθαίνουν και οι υπόλοιποι, νέοι και μη, για όλα αυτά τα γεγονότα, θυσαυρούς της ιστορίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΙωάννα