Μπορείτε.....

....εκτός από τα Εφτάνησα να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα μου http://hellascafe.blogspot.com και να με βρήτε στο kondennis9@gmail.com
Θα χαρώ να σας δω.

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Ο μπάρμπα - Κώστας ο φτωχός.


Σας παρουσιάζω σήμερα μια ακόμη αληθινή ιστορία. Τα στοιχεία μου έδωσαν τα παιδιά του κυρ-Σταμάτη, ενός από τους ήρωες τούτης της ιστορίας, που τη δεκαετία του ΄90 είχαν ένα μεγάλο και ονομαστό εστιατόριο στην περιοχή της Νέας Αγγλίας.
Πέρα για πέρα αληθινή και τα σχόλια δικά σας.
Πρωινό μιας ανοιξιάτικης Κυριακής ήτανε, που ο κυρ-Σταμάτης μαζί με τους αστυνομικούς που έσπασαν την πόρτα του μικρού σπιτιού, αντίκρισε νεκρό πάνω στο κρεββάτι του τον φίλο του τον μπάρμπα-Κώστα. Είχε αρκετές μέρες να φανεί από το σπιτικό του ο γέρος κι΄ο Σταμάτης είχε στ΄αλήθεια ανησυχήσει. Γέρος κι΄ανήμπορος όπως ήτανε η απουσία του τον γέμιζε με παράξενες σκέψεις. 
Δυο-τρεις φορές τη βδομάδα ο μπάρμπα – Κώστας θα περνούσε οπωσδήποτε από το σπίτι του Σταμάτη. Έτσι για να τον δει, να κουβεντιάσουν λίγο, να κάμουν παρέα. Πολλές φορές ο κυρ-Σταμάτης τον κρατούσε και τρώγανε μαζί. Πίνανε και κανένα ποτηράκι και θυμόντουσαν τα παλιά. 
Έτσι, σαν πέρασε ολόκληρη βδομάδα και δεν φάνηκε ο γέρος να του χτυπήσει την πόρτα, ο Σταμάτης ανησύχησε. Πρωί-πρωί πήρε τους δρόμους να πάει να τον βρει εκεί, στο μικρό σπιτάκι που του είχε δώσει για να μένει.
Σαν έφτασε ο Σταμάτης χτύπησε πολλές φορές την πόρτα χωρίς να πάρει καμιάν απάντηση. Ακούμπησε το αυτί του στην πόρτα μήπως κι΄ακούσει κάτι μέσα από το σπίτι. Μια παράξενη ησυχία μέσα χωρίς κανένα ίχνος ζωής. Μαύρες σκέψεις άρχισαν να τον ζώνουν. Ήξερε καλά πως τόσο πρωί ο μπάρμπα-Κώστας δεν έπαιρνε τους δρόμους. Κι΄όπως γίνεται 
συνήθως σε  τέτοιες περιπτώσεις, ο Σταμάτης ειδοποίησε την αστυνομία. Έσπασαν την πόρτα και βρήκαν τον μπάρμπα-Κώστα στο κρεββάτι του να μην έχει ξυπνήσει από τον τελευταίο του ύπνο.
Στα πρώτα χρόνια του 1900 ήτανε σαν είχε φτάσει σε τούτη τη χώρα ο μπάρμπα-Κώστας ο Λεωτσάκος. Νέο παιδί, σχεδόν αμούστακο ξεκίνησε από το μικρό του χωριό, κάπου εκεί στα ορεινά της Μάνης.

Ένα χωριό γεμάτο θάμνους, πέτρες και φτώχεια. Κι΄ήρθε εδώ, σε τούτη τη χώρα κυνηγώντας μια καλύτερη τύχη για να μπορέσει να βοηθήσει την οικογένειά του.
Είναι αλήθεια πως τούτο τον ξενιτεμό δεν τον ήθελε ο Κώστας. Σαν τι όμως μπορούσε να κάμει αφού άσχημη ήταν γραμμένη η μοίρα πάνω του; 
Στα ξαφνικά ο πατέρας του τους είχε αφήσει χρόνους. Ούτε την ευχή του δεν είχε προλάβει να τους δώσει σαν τον βρήκανε οι χωριανοί τσακισμένον σε μια χαράδρα όπου είχε πέσει με το γέρικο γαϊδούρι του. Έκλαψε όλο το χωριό για τούτο το μαντάτο και μαυροφορέθηκαν η μάνα του και οι αδελφές του. Κι΄απόμεινε ο Κωνσταντής, έτσι τον φώναζε τότε η μάνα του, να πάρει πάνω στους ώμους του όλο το σπιτικό, την οικογένεια, τη φτώχεια και τα χρέη.
Πάλεψε σκληρά στην αρχή σε κάτι πετροχώραφα που είχανε. Σκληρή δουλειά. Ολημερίς σκυμμένος πάνω στην άγονη γης μάταια καρτερούσε να του δώσει κάτι. Άδικος κόπος. Κι΄ήτανε τότες που πήρε τη μεγάλη απόφαση.
-Θα φύγω μάνα, είπε κάποιο απόβραδο σαν είχανε αποσώσει το φτωχικό τους φαγητό. 
Απόμεινε για λίγο αμίλητη η μάνα του  να τον κοιτάζει. Αμίλητες έστεκαν λίγο πιο πέρα και οι δυο αδελφές του σαν να το ένοιωθαν πως πιο πολύ για τούτες βάραινε η απόφαση του αδελφού τους να φύγει, να ξενιτευτεί.
-Θα φύγω, ξανάπε ο Κωνταντής.
Έκαμε το σταυρό της η γριά μάνα του, σηκώθηκε αργά από το τραπέζι και προχώρησε προς τα εικονίσματα που ήσαν κρεμασμένα σε μια γωνιά. 
-Αν είναι για το καλό γιε μου, έχεις την ευχή μου, είπε με μια αδύναμη φωνή που μόλις έβγαινε μέσα από τα δόντια της. Στην ευχή μου και στην ευχή της Παναγιάς. Κι΄έκαμε ακόμη έναν σταυρό. 
Κι΄έφυγε ο Κωνταντής. Πήρε τους δρόμους της ξενιτιάς κι΄αυτός όπως τόσα άλλα παλληκάρια, που παρατούσαν τους γέρους γονείς τους, τ΄αδέλφια τους, τα χώματα τους κι΄έτρεχαν στα ξένα ψάχνοντας για μια καλύτερη τύχη. 
Έφυγε ο Κωνταντής για να μπορέσει να βοηθήσει την οικογένειά του.
Να ξεχρεώσουν το σπίτι, κάτι πετροχώραφα και να πάρουν λίγη προίκα και οι δυο αδελφές του. Σαν τι μπορούσε να κάμει; Μεγάλο το βάρος τα κορίτσια τότε. Κι΄ακόμη πιο μεγάλο σαν το΄ριχνε η μοίρα να ζούνε στα φτωχά χωριά. Αν δεν είχαν κάποιο χωραφάκι, δυο-τρία ρούχα και λίγο χρήμα κινδύνευαν να μην γνωρίσουν ποτέ τη χαρά του άντρα. Τη χαρά του δικού τους σπιτικού. 
Με τη βοήθεια κάποιου θείου που ήταν από χρόνια εδώ στην Αμερική και με  δανεικά λεφτά κατάφερε να πληρώσει τους πράκτορες και να εξασφαλίσει ένα εισιτήριο για τη Γη της Επαγγελίας, όπως έλεγαν την Αμερική τότε οι συντοπίτες του. 
Κι΄ ένα πρωινό από την Πάτρα μπαρκάρισε σ΄ενα πλοίο σκυλοπνίχτη. Εικοσιοχτώ μερόνυχτα στο κατάστρωμα και στ΄αμπάρια του πλοίου τα πέρασε. Τυλιγμένος με κάτι κουβέρτες που του είχε δώσει η μάνα του μαζί με την ευχή της είδε κάποιο πρωινό το μικρό νησάκι, το Έλλις και πάνω του θεόρατο κτίσμα το
“Καστιγκάρι” (*)  όπως το έλεγαν τότε όσοι το είχαν γνωρίσει. Το μέρος που θα περνούσε κι΄αυτός και όλοι τους από την “Ιερά Εξέταση” για να μπορέσουν να πατήσουν λεύτεροι το χώμα της Αμερικής.
Τρεις – τέσσερις μέρες αγωνίας πέρασε εκεί μέσα, σε κείνο το θεόρατο κτίριο ο Κώστας. Κώστα τον έγραψαν και  Κώστα τον φώναζαν τώρα. Είχε μικρύνει το όνομά του σαν έφτιαχνε τα χαρτιά του για το ταξίδι. Έτσι του είχαν πει τότε. 
“Οι Αμερικανοί δεν θέλουν μεγάλα και δύσκολα ονόματα. Από δω και πέρα θα σε λένε Κώστα”
Και βρέθηκε ο Κώστας μέσα στο Καστιγκάρι να τρέχει πάνω κάτω σε γιατρούς, σε γραφεία, σε γραμματικούς, σ΄ανθρώπους που τον κοίταζαν ύποπτα σαν να ήτανε κάποιος πολύ επικίνδυνος. 
Και κάποιο πρωινό με τα λίγα πράματα του στο χέρι βρέθηκε στην Νέα Υόρκη.
Πήγε και βρήκε το θείο του, ίσα για να του πει ένα “ευχαριστώ”κι΄από κει ρίχτηκε μόνος του στην πάλη και τον αγώνα της ξενιτιάς. 
Νέο παιδί, γεμάτο νιάτα και όρεξη για δουλειά δεν ήταν δυνατόν τίποτα να τον σταματήσει. Δεν λύγισε μπροστά σε τίποτα. Ούτε μια στιγμή δεν δείλιασε.  Στόχο του και σκοπό του έβαλε να κάμει όσα έπρεπε να φτιάξει. 
Δούλεψε στην αρχή για κάποιους άλλους. Έπλυνε πιάτα, άσπριζε σπίτια, καθάριζε μαγαζιά. Φτωχές δουλειές. Μικροπράγματα το μεροκάματο. Λίγα δολάρια και τίποτα παραπάνω. Έπρεπε άλλα να σκεφτεί. Να βρει κάτι άλλο να κάμει.
Τότε ήτανε που κάποιος του έριξε την ιδέα για τα καρότσια με τα φρούτα και τα λαχανικά. Αυτά, που τα είχε δει πολλές φορές και ο Κώστας να γυρίζουν στις γειτονιές και να πουλάνε την πραμάτεια τους. 
-Τούτη η δουλειά έχει καλά λεφτά, του είχε πει.
Μέρες κάθισε ο Κώστας και το σκεφτόταν. Το δούλευε μέσα στο μυαλό του. Και κάποια μέρα το αποφάσισε. Έτσι ξεκίνησε τον αγώνα του σε τούτη τη χώρα.
Από τους πρώτους έφτανε χαράματα στην αγορά. Φόρτωνε το μικρό του καρότσι με φρούτα και λαχανικά κι΄έπαιρνε βόλτα τις γειτονιές. Πριν καλά καλά να φέξει η μέρα, ξεκινούσε να δουλεύει. Κι΄η νύχτα είχε πέσει για τα καλά σαν τέλειωνε τη δουλειά του και γύριζε στο μικρό του δωματιάκι, σ΄ένα ερείπιο σπίτι στο Down-Town του Manhattan. Μια ζωή που μετριόταν πάνω στους δείκτες του ρολογιού και στα δολάρια που μάζευε ένα-ένα. 
Τις Κυριακές και τις γιορτές ο Κώστας δεν καθότανε όπως όλοι οι άλλοι. Γέμιζε το καρότσι του με λουλούδια και πήγαινε και στεκότανε έξω από τις εκκλησιές. Και τα βράδια σαν γύριζε στο μικρό του δωματιάκι μετρούσε το βιός του και το χαιρότανε. Χαιρότανε σαν το΄βλεπε μέρα με τη μέρα να γίνεται όλο και πιο πολύ. Κι΄έστελνε στην Ελλάδα, στη μάνα του για να ξεχρεώσει το σπίτι και τα χωράφια και να φτιάξει την προίκα για τις αδελφές του. 
Ανάπαυση δεν γνώρισε ποτέ του ο Κώστας. Δεν γεύτηκε ποτέ του τη χαρά ούτε ποτέ του κυνήγησε την απόλαυση. Ένα μόνο σκοπό είχε τάξει. Για ένα μόνο πράμα αγωνιζόταν χωρίς να νοιάζεται για τίποτα άλλο. Να μαζέψει λεφτά να βοηθήσει την οικογένειά του. Να παντρέψει τις αδελφές του. 
Κι΄όλο του έγραφε η μάνα του από το χωριό στείλε και στείλε. Κι΄όλο πιο πολύ δούλευε ο Κώστας. Κι΄όλο πιο πολλά έστελνε. 
“Αγαπημένο μου παιδί, του έγραφε η μάνα του με τα λίγα κολλυβογράμματα που είχε μάθει και σχετικά τον ενημέρωνε. Δίνω τα χρήματά σου στο Γερονικολάκο – αυτός ήτανε ο τοκογλύφος του χωριού – όμως μου λέει δεν φτάνουν. Μου λέει ότι ο τόκος ανεβαίνει. Κι΄εγώ η μαύρη δεν ξέρω από τέτοια. Γι΄αυτό στείλε κι΄άλλα λεφτά...”
Έμενε για λίγο σκεφτικός ο Κώστας σαν διάβαζε τούτα τα γράμματα. Βύθιζε το βλέμμα του έξω από το παράθυρο, στη ζωή της πόλης. Και στ΄αυτιά του αντιβούιζαν τα γραφτά της μάνας του. “Στείλε κι΄άλλα λεφτά γιε μου.” Ήταν τότε που ένοιωθε κάτι να τον πνίγει. Ένοιωθε πως ήθελε ν΄αφήσει λεύτερο τον εαυτό του να ξεσπάσει, να φωνάξει, να κλάψει, να διαμαρτυρηθεί. Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν τολμούσε. Βούλωνε τ΄αυτιά του. Και παρ΄ όλα αυτά η φωνή της μάνας του ακουγότανε. “Στείλε κι΄άλλα λεφτά γιε μου..”
Κι΄έστελνε ο άμοιρος ο Κώστας όλη τη δούλεψή του. Κρατούσε μόνο λίγα απαραίτητα για τον εαυτό του. Έτσι ίσα για να ψευτοπερνάει. Κι΄απόμενε μόνος να κοιτάζει από το μικρό του παράθυρο τη ζωή που προχωρούσε.
Κάπως έτσι πέρασε όλα του τα χρόνια στην Αμερική ο Κώστας. Έβλεπε τους γνωστούς του να ζούνε τη ζωή τους, να φτιάχνουν οικογένειες, να έχουν κάποιος δικούς τους ανθρώπους. Κι΄αυτουνού του άμοιρου καιγόταν η καρδιά του. Που σκέψη να κάμει οικογένεια δική του. Αυτός είχε παντρευτεί τα χρέη τους, το σπίτι του, τα χωράφια, τις αδελφές του που καρτερούσαν γαμπρό. 
Πρώτη του χαρά στην ξενιτιά ήταν όταν η μάνα του έγραψε πως επιτέλους το σπίτι ξεχρεώθηκε.  “...Είναι δικό μας γιε μου τώρα. Το καταλαβαίνεις; Το σπίτι είναι δικό μας. Όμως μη ξεχνάς πως έχεις ακόμα πιο μεγάλο χρέος. Τις δυο αδελφές σου τις ανύπαντρες.” 
Και καθώς τα χρόνια περνούσαν οι αδελφές του μεγάλωναν κι΄οι γαμπροί γινόντουσαν ακόμη πιο δύσκολοι και πιο απαιτητικοί. Κι΄αν βρισκόταν κανείς να τις ζητήσει ζητούσε να πάρει προίκα μεγάλη. Ζητούσε να στείλει λεφτά πολλά ο αδελφός από την Αμερική. Κι΄ο Κώστας, εδώ στην ξενιτιά, είχε απομείνει να σηκώνει στους ώμους του το μαρτύριο όλης του της οικογένειας. 
Με σκυμμένο το κεφάλι ολημερίς γυρνούσε στους δρόμους και τις γειτονιές τούτης της πόλης σ΄έναν σκληρό αγώνα για λίγα δολάρια.
Κάποτε τα κατάφερε να τελειώσει και από την υποχρέωση για τις αδελφές του. Με χίλιες στερήσεις και με την ασταμάτητη δουλειά του κατόρθωσε ο Κώστας να παντρέψει τις δυο αδελφές του. Έφυγε κι΄η μάνα του από τη ζωή. Έφυγε χαρούμενη γιατί ξόφλησε το σπίτι και πάντρεψε τις κόρες της. Και λυπημένη γιατί χρόνια πολλά δεν είχε δει τον μοναχογιό της. Άρχισε πια να νοιώθει πως έφυγε από πάνω του το κάθε βάρος που τον είχανε φορτώσει οι τόσες υποχρεώσεις του. Τώρα η ζωή έμοιαζε να είναι και δική του. Ίσως είχε το δικαίωμα να κοιτάξει και αυτός τον εαυτό του. Κι΄άρχισε τούτο να το σκέφτεται στα σοβαρά. Τόλμησε να κάμει κάποια όνειρα. Να φτιάξει μιαν οικογένεια όπως τόσοι άλλοι, που τους έβλεπε στους δρόμους. Μπορούσε ακόμη να έκανε κι΄αυτός ένα δυο παιδάκια. Να πάρει ένα όμορφο σπίτι σε μιαν εξοχή κι΄εκεί μέσα να χτίσει όλα τούτα τα όνειρα που τώρα μόνο μπορεί να τα σκέφτεται. Δόξα τω Θεό με όλα όσα έστελνε στους δικούς του είχανε μείνει και αρκετά στην τράπεζα για να φτιάξει τούτα τα όνειρά του. Άντε λοιπόν να γίνουν όλα αυτά .Να δει και τούτος ο άμοιρος μια δική του, ολότελα δική του χαρά.
Όμως δεν ήρθανε έτσι τα πράματα. Κείνο τον καιρό που ο Κώστας έκανε τούτα τα όνειρα για τη δική του ζωή ήτανε Οκτώβρης του΄29.
Μέσα σ΄ένα απόγιομα η Αμερική βρέθηκε στον κατήφορο της καταστροφής παρασύροντας μαζί της και όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Όλα χάθηκαν κείνο το απόγιομα και μαζί και οι οικονομίες που είχε ο Κώστας σε κάποια τράπεζα. Όταν μετά από δυο τρεις μέρες μπόρεσε να καταλάβει τι είχε γίνει ένοιωθε πως ήταν χαμένος. Κοίταζε γύρω του και έβλεπε δυστυχία.
Έβλεπε τον κόσμο να στέκει στις ουρές με τις ώρες για να πάρει ένα κουπάκι με σούπα. Κοιτούσε τους άνεργους που κατά χιλιάδες καθόντουσαν στα πεζοδρόμια ζητώντας κάποια ελπίδα από κάπου. Άκουγε για ανθρώπους που αυτοκτονούσαν για την καταστροφή που είχαν πάθει. 
“Κι΄εγώ καταστράφηκα σκεφτόταν ο Κώστας.  Έχασα όλες μου τις οικονομίες. Όμως κάτι πρέπει να κάμω...”
Και ρίχτηκε ξανά στον αγώνα. Τα μήλα είχαν μεγάλη πέραση κείνη την εποχή. Κι΄ο Κώστας ήξερε τον δρόμο.
“Ξανά από την αρχή Κώστα,” σκέφτηκε και ρίχτηκε στον αγώνα.
Δύσκολα τα χρόνια τότε. Η δυστυχία είχε χτυπήσει για τα καλά τούτη τη χώρα. Κι΄οι άνθρωποι αγωνιζόντουσαν και ελπίζανε. Και μαζί τους ο Κώστας τραβούσε κι΄αυτός τον δικό του αγώνα. Όμως τώρα ένοιωθε πως δεν ήταν όπως πρώτα. Τα χρόνια είχαν περάσει αφήνοντας πάνω του βαθιά χαραγμένα τα σημάδια τους. Ένοιωθε δύσκολα να τραβάει το καρότσι του στις ανηφοριές. Δυσκολευόταν το πρωί να σηκωθεί από το φτωχοκρέββατό του. Το΄βλεπε πως πια δεν μπορούσε.
-Εεεεε!!! Μπάρμπα Κώστα. Άργησες πάλι σήμερα, του φώναζαν οι έμποροι στην αγορά. Γέρασες πια. 
Κι΄ήταν αλήθεια ότι οι λέξεις αυτές χτυπούσαν άσχημα στ΄αυτιά του. Και το ένοιωθε κι΄ό ίδιος ότι στ΄αλήθεια είχε γεράσει. Έβλεπε στον καθρέφτη κάθε πρωί την κατάντια του.Το πρόσωπό του είχε γεμίσει ρυτίδες. Τα μαλλιά του σχεδόν όλα είχαν πέσει. Λίγες μόνο αραιές τρίχες είχανε απομείνει στα πλάγια του κεφαλιού του. Και κάποιο πρωινό το ομολόγησε κι΄ο ίδιος στον εαυτό του.
“Γέρασες πια μωρέ κακομοίρη Κώστα”.
Ούτε που θυμάται κι΄ο ίδιος πόσο χρόνων ήταν πια. Στ΄αλήθεια δεν ήξερε. Θυμόταν μόνο πως όταν ήρθε σε τούτη δω τη χώρα ήταν σχεδόν παιδόπουλο. Δούλεψε σκληρά. Ξεχρέωσε το σπίτι του στο χωριό, πάντρεψε τις αδελφές του. Στερήθηκε τα πάντα. Όλα αυτά τα χρόνια στην πατρίδα δεν πήγε ούτε μια φορά. Σαν τι να κάμει τάχα; Κάθε χρόνο που περνούσε εδώ στην ξενιτιά ένοιωθε την πατρίδα, το χωριό του, τους ανθρώπους εκεί να του γίνονται και πιο πολύ ξένοι. Κάπως έτσι πέρασε η ζωή του εδώ. Και τώρα γέρασε. 
“Γέρασες πια μωρέ Κώστα,” ξανάπε μόνος του με τσακισμένη τη φωνή του. 
Τούτη η λέξη πια του είχε γίνει συνείδηση. Και δεν πήγε στη δουλειά του κείνο το πρωινό. Έφτιαξε ένα καφεδάκι και κάθισε εκεί, στο παράθυρο και το ρουφούσε αργά χαζεύοντας την κίνηση του δρόμου. Και βάλθηκε να συλλογάται. Σαν τι μπορεί τώρα να κάμει που γέρος πια βρίσκεται ολομόναχος σε τούτη δω την ξένη χώρα; 
Σκέφτηκε στην αρχή να γυρίσει στην πατρίδα. Στο χωριό του. Να μείνει κοντά στις αδελφές του. Ποιος ξέρεις αν ζούσαν κι΄αυτές. Ούτε που του έγραψαν ένα γράμμα από τότε που κατάφερε με τον αγώνα του και με τις στερήσεις του να τις παντρέψει. Γιατί να πάει κοντά τους λοιπόν; Ποιους να δει; Πως θα τον δεχτούν; Στη μνήμη όλων έχει μείνει ο Κωστάκης, εκείνο το όμορφο παιδόπουλο που πριν από πολλά χρόνια πήρε το δρόμο της ξενιτιάς. Τώρα ποιος θα τον γνωρίσει; Ποιος θα γνωρίσει έναν ζαρωμένο γέρο; Ποιος θα τον κοιτάξει; 
Κείνο το βράδυ σαν έσμιξε με τον μοναδικό φίλο που είχε σε τούτη τη χώρα, τον Σταμάτη, του ομολόγησε τον πόνο του και τις σκέψεις του,
-Να γυρίσεις στο χωριό σου, του είπε αυτός χωρίς πολύ σκέψη. Να πας κοντά στους δικούς σου. Έχεις λίγα χρήματα και μ΄αυτά θα σε κοιτάξουν, θα σε προσέξουν, θα σε γηροκομήσουν.
Κι΄άρχισε ξανά ο Κώστας να το σκέφτεται στα σοβαρά. Κι΄άρχισε να του καλοφαίνεται τούτος ο γυρισμός μετά από τόσα χρόνια.   Να γυρίσει πίσω στο χωριό του. Να δει τις αδελφές του. Τ΄ανήψια του. Γιατί οπωσδήποτε θα έχουν κάμει παιδιά. Να δει και τους χωριανούς του, τους φίλους του, έστω κι΄αν έχουν γίνει γέροι κι΄αυτοί. Μήπως κι΄αυτός γέρος δεν ήτανε πια; Να γυρίσει λοιπόν. Ίσως ήτανε το καλύτερο που θα μπορούσε να κάμει.
Όμως δεν πρόφτασε ούτε καν να ετοιμαστεί. Ο πόλεμος ξέσπασε. Σταμάτησαν οι συγκοινωνίες, σταμάτησαν τα πλοία να πηγαινοέρχονται.  Κόπηκε ο κόσμος στα δύο. Κι΄ο Κώστας έμεινε εδώ. 
Τότε ήτανε που ο κυρ-Σταμάτης τον λυπήθηκε και τον συμμάζεψε. Του΄δωσε εκείνο το μικρό σπιτάκι που το είχε άδειο και άχρησιμοποίητο, για να μείνει. Τον βοήθησε να πάρει μια κάποια σύνταξη και κάπου-κάπου, το πήραν κι΄οι δυο τους συνήθεια να περνάει από το σπίτι του να κάνουν παρέα, να πίνουν κανένα ποτηράκι, να θυμούνται τα παλιά προσμένοντας έτσι κάποια μέρα νάρθει ο θάνατος να τους ανταμώσει. 
Κι΄ενα πρωινό ήρθε. Ήρθε πρώτα για τον μπάρμπα – Κώστα. 
Σαν μπήκε μέσα στο μικρό σπιτάκι ο κυρ-Σταμάτης με την αστυνομία κι΄αντίκρυσε νεκρό το φίλο του ένοιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος του. Στάθηκε λίγη ώρα και τον κοιτούσε σκεφτικός. Τον συνέφερε η φωνή του αστυνόμου.
-Γνωρίζετε αν έχει κανέναν συγγενή να ειδοποιήσουμε; 
Ο κυρ-Σταμάτης έμεινε για λίγο αμίλητος. Μετά χαμήλωσε το βλέμμα του και φανερά συντριμένος για τον χαμό του φίλου του ψιθύρισε. 
-Δεν έχει κανέναν. Ήταν ολομόναχος σε τούτο τον τόπο.
Ειδοποιήθηκε το Ελληνικό Προξενείο, έγιναν σχετικές ενέργειες στην Ελλάδα, όμως κανείς από τους συγγενείς του μπάρμπα-Κώστα δεν έδειξε κάποιο ενδιαφέρον για τον άνθρωπό τους. Ό,τι είχαν να του πάρουν του το είχαν πάρει. Τι να τον κάμουν τώρα;
Έτσι μετά από λίγο καιρό ο κυρ-Σταμάτης πήγε στο μικρό σπιτάκι να σηκώσει τα πράγματα του φίλου του να τα δώσει σε κάποιον φτωχό ή να τα πετάξει. Και τότε ήρθε η μεγάλη έκπληξη. 
Κάτω από το στρώμα του κρεβατιού βρέθηκαν δεκαεφτά χιλιάδες δολάρια και ένα βιβλιάριο τραπέζης με περίπου άλλες τριάντα χιλιάδες δολάρια. 

(*) Καστιγκάρι. Παραφθορά από τους Έλληνες των λέξεων Castle Garden όπως λεγόταν τότε το τεράστιο κτίριο στο νησάκι Ellis όπου στεγάζονταν όλες οι ιατρικές και μεταναστευτικές υπηρεσίες. Εκεί παρέμεναν όλοι οι μετανάστες για να περάσουν από ιατρικές εξετάσεις πριν την αποβίβασή τους στην Νέα Υόρκη.
Φίλες και φίλοι. Παρακαλώ επισκεφθείτε την ιστοσελίδα μου http://hellascafe.blogspot.com διαβάστε το κείμενο και αφήστε το σχόλιό σας. Κάτι καλό μπορεί να προσθέσει η επίσκεψή σας.

18 σχόλια:

  1. Ντένη μου
    οι ιστορίες σου ακόμα και αν εσύ ο ίδιος δεν έγραφες οτι είναι αληθινές,το φωνάζουν μόνες τους. Βλέπεις όλοι εχουμε ακούσει απο κάποιο γνωστό μετανάστη κάποια παρόμοια.
    Πόσες ζωές δε πήγαν χαμένες και άνυδρες εκεί στην ξενητειά,που τους έστειλε η ανάγκη και οι υποχρεώσεις! Τουλάχιστον έβγαλαν ασπροπρόσωπη την οικογένεια που καλοπάντρεψε τις κόρες με τα λεφτά του ξενιτεμένου για εκείνον απέμειναν 2 μέτρα γης ούτε τους κόπους τους δε χάρηκαν ποτέ.
    Απο τη μια απολαμβάνω τη γραφή σου τόσο φυσική και ρεαλιστική,εξιστορεί τις ιστορίες της ξενητειάς,απο την άλλη πικραίνομαι,γιατί δε μπορεί να τις διαβάζεις ξώφαλτσα. Σ επηρεάζουν,πόσο μάλλον έχεις κι εσύ ανθρώπους στην αντίπερα όχθη...
    Νάσαι καλά,για τις στιγμές που μας χαρίζεις
    Εχεις πάντα το θαυμασμό μου και τις ευχαριστίες μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πόσο δίκιο έχεις αγαπητή μου Χαρά.
      Όλοι μας τους ίδιους περίπου λόγους με το μπάρμπα-Κώστα είχαμε σαν αποφασίσαμε να πάρουμε τους τις στράτες της ξενητιάς. Να καλυτερέψουμε τη ζωή αυτών που αφήσαμε πίσω μας. Ήταν κάτι για μας.
      Εκτιμώ ότι σου αρέσει ο τρόπος που μεταχειρίζομαι τον γραφτό λόγο. Θέλω να με καταλαβαίνουν. Και απ΄ό,τι μου λένε όλοι το πετυχαίνω.
      Έχεις πάντα την αγάπη μου καλή μου φίλη.

      Διαγραφή
  2. ...έτσι έφυγε κι ένα θείος μας Σταματόπουλος, από την Συλίβαινα Ακράτας... έρημος και μόνος... πόσες παρόμοιες ιστορίες... Μικρή ήμουν, αλλά το θυμάμαι, μοίρασαν στον πατέρα, τότε 800 δραχμές... που -ας είναι αναπαυμένος,- σίγουρα χρειάστηκαν...
    Αχ! Ντένη!

    Φιλιά,
    Υιώτα
    "αστοριανή", Γουέστμπερυ, Λ.Ι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κάπου οι ιστορίες όλων μας μοιάζουν αγαπητή μου Υιώτα.
      Βοηθήσαμε, προσφέραμε και νάμασται στην ξενητιά μας.
      Την αγάπη μου και φιλιά καλή μου σε σένα και τον Δημήτρη.

      Διαγραφή
  3. "Σαν τι να κάμει τάχα; Κάθε χρόνο που περνούσε εδώ στην ξενιτιά ένοιωθε την πατρίδα, το χωριό του, τους ανθρώπους εκεί να του γίνονται και πιο πολύ ξένοι. Κάπως έτσι πέρασε η ζωή του εδώ. Και τώρα γέρασε."

    ===============

    Σε λίγες γραμμές... μια ξοδεμένη ζωή στα ξένα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Απόλυτα δίκιο αγαπητέ μου φίλε Ιχνηλάτη.
      Η ζωή που ξοδέψαμε εδώ στην ξενητιά μας δεν είναι τίποτα πάρα πάνω από λίγες αραδιασμένες γραμμές σ΄ένα χαρτί.
      Νάσαι καλά φίλε μου.

      Διαγραφή
  4. Η ιστορία του Σταμάτη είναι όλων των Ελλήνων Πρωτοπόρων αυτών των ΗΡΩΩΝ που έβαναν μπροστά τους γονείς τους αδελφές κι αδελφους και μετά τον ΕΑΥΤΟΝ ΤΟΥΣ
    Το ξέρεις και το ξέρω για τον ίδιο σκοπό ξενιτεύτηκαμε όλοι μας οι αυτοαποκαλλούμενοι ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΓΕΝΕΙΣ.

    Με αυτό που γίνομαι έξω φρενών, με αυτό που λυσσάω, είναι η φιλοσοφία των εναπομεινάντων στην Ελλάδα, όταν κατορθώσεις και γυρίσεις σου έχουν φάει το χωράφι, το σπίτι κι όταν διαμαρτύρεσαι βρε εγώ τόσα χρόνια στο κουρμπέτι για να ζήσετε εσείς για να πάρεις την απάντησ
    ΑΣ ΜΗΝ ΗΣΟΥΝ ΚΟΡΟΪΔΟ

    ΟΙ μετανάστες πρέπει να ονομάζοντε Ηρωες, γιατί πρώτα κύταξαν αυτούς που άφησαν πίσω στην πατρίδα και μετά τον εαυτόν τους
    Σήμερα αποδεικνύεται ΛΑΘΟΣ

    να έχεις ένα καλό Φθνόπωρο

    Γαβριήλ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γειά σου φίλε Γαβρίλη και να σου πω ότι η ιστορία είναι του μπάρμπα-Κώστα.
      Έχεις απόλυτα δίκιο ότι σχεδόν όλοι μας φύγαμε για να προσφέρουμε μια βοήθεια σ΄αυτούς που έμειναν. Τώρα το πως πληρωθήκαμε μην το σκέφτεσαι. Εμείς είμαστε εν τάξει. Ούτε και να σκέφτεσαι πως σε αντιμετωπίζουν όταν κατεβαίνεις στην πατρίδα. Αν σ΄ευχαριστεί πήγαινε και κοίτα να απολαύσεις το χρόνο σου. Αυτό είναι όλο.
      Νάσαι καλά φίλε μου.

      Διαγραφή
  5. ιστορία αληθινή.. ιστορία πικρη...
    δεν είναι εύκολο να την διαβάσεις...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αγαπητή μου Λαμπρινή έχεις δίκιο.
      Όλο πίκρα ήτανε οι δρόμοι της ξενητιάς που πήραμε.
      Πολύ πίκρα ν΄αφήνεις γονείς, αδέλφια, φίλους, τον τόπο σου και να φεύγεις ξέροντας πως ίσως να μην γυρίσεις ποτέ πια.
      Νάσαι καλά καλή μου φίλη.

      Διαγραφή
  6. Το απόλαυσα ως γραπτό μα ως ιστορία η επίγευση που μου αφήνει είναι πίκρα, πόνος και σφύξιμο στην καρδιά. Κρίμα, λυπάμαι για όλα αυτά τα θύματα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κι΄όμως αυτά έχει η ξενητιά. Κάπως έτσι αγωνίστηκαν κείνα τα χρόνια όλοι όσοι ξενητεύθηκαν για να βοηθήσουν.
      Ευχαριστώ για την επίσκεψη.

      Διαγραφή
  7. Πόσα συναισθήματα ένιωσα διαβάζοντας την ιστορία σου Ντένη.
    Λύπη, θυμό, απογοήτευση, συμπόνια, δέος.
    Δυστυχώς πολλοί άνθρωποι χάθηκαν μόνοι τους.
    Τους έφαγε η αδιαφορία και το συμφέρον.
    Ντένη μου πραγματικά συγκλονιστική η ιστορία σου.
    Εύχομαι μόνο να σταματήσουν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα.
    Την καλημέρα μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Καλή μου Έλενα.
    Εκτιμώ την αγάπη με την οποία διαβάζεις τις ιστορίες μου.
    Όπως και στην Μαριάνθη γράφω κείνα τα χρόνια ήταν πολύ σκληρά για τους μετανάστες που έφτανα εδώ. Πολύ σκληρή η ζωή της ξενητιάς καλή μου φίλη. Με τον καιρό κάπως άλλαξαν. Όμως η ξενητιά είναι ξενητιά.
    Νάσαι πάντα καλά καλή μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Aργησα να έρθω Ντένη και περίμενα ώσπου να ξεθυμάνουν τα οργίλα συναισθήματά μου !!!
    Πόσα χρήματα έσειλαν αυτοί οι μετανάστες για τις ανύπαντρες αδελφές το γνωρίζω πολύ καλά από τους γονείς μουΤην μετέπειτα συμπεριφορά επίσης την γνωρίζω , τον πόνο των δικών μου για τον τόπο τούτο επίσης τον θυμάμαι πολύ καλά στο βλέμμα των γονιών !!!!Κανένας από όλους τος ευεργετηθέντες όμως ποτέ δεν αναρωτήθηκε τη ζωή είχαν τότε οι ξενητεμένοι !!!
    Τώρα η ιστορία σου μου θυμίζει και μένα μια άλλη ιστορία με παρόμοια στοιχεία !!!!!
    Καλό σου ξημέρωμα , να είσαι καλά!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Καλή σου μέρα αγαπητή μου Νικόλ.
    Από όσα γράφεις καταλαβαίνω ότι έχεις μια πολύ καλή εμπειρία τι σημαίνει μετανάστευση και ξενητιά. Και φαίνεται πως έχεις ζήσει την προσφορά των ξενητεμένων. Όσο για τους ευεργεθέντας ας μην το συζητάμε.
    Θα ήθελα, αν κι΄εσύ το θέλεις, να μιλήσουμε για την ιστορία που σου θύμισα. Σαν δημοσιογράφο και συγγραφέα ισως να είναι κάτι που με ενδιαφέρει.
    Την καλημέρα μου και νάσαι καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Αγαπητέ μου Ντένη,
    Όση ώρα διάβαζα αυτήν την θλιβερή ιστορία, την τόσο καλογραμμένη και συγκλονιστική, χάρις στο ταλέντο σου, αισθανόμουν ότι έβλεπα μια παλιά Ελληνική ταινία με τον Αλέκο Αλεξανδράκη.
    Μια παρόμοια ιστορία, οικογενειακής απονιάς και αχαριστίας.
    Τι κρίμα, μια ζωή χαμένη....
    Να είστε όλοι καλά!
    Σε χαιρετώ, πάντα με αγάπη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Μάγδα μου καλή μου φίλη, καλή σου μέρα.
    Χαίρομαι που σου άρεσε αυτή η αληθινή ιστορία.
    Δυστυχώς γνώρισα και άκουσα και άλλες πολλές παρόμοιες τότε που συγκέντρωνα το υλικό για το βιβλίο μου.
    Θα τα λέμε καλή μου Μάγδα.
    Νάσαι καλά και καλό Σ/Κ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή