Μπορείτε.....

....εκτός από τα Εφτάνησα να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα μου http://hellascafe.blogspot.com και να με βρήτε στο kondennis9@gmail.com
Θα χαρώ να σας δω.

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

Οι Άγκυρες.



Φίλες και φίλοι μου
Μετά από μια παρέμβαση για να παρουσιάσω το αξιόλογο χορευτικό συγκρότημα της Ζακύνθου, ΦΙΟΡΟ ΤΟΥ ΛΕΒΑΝΤΕ συνεχίζουμε την παρουσίαση του βιβλίου μου "οι Άγκυρες" με την πρώτη από τις ιστορίες. Δικά σας τα σχόλια.

Ένα όμορφο, γλυκό, ανοιξιάτικο σούρουπο είχε πάρει ν΄απλώνεται έξω στη φύση. Πάνω από τη μικρή γειτονιά το σύθαμπο του δειλινού έμοιαζε ν΄αγκαλιάζει τις στέγες από τα μικρά σπιτάκια. Ένας ήλιος που είχε βουλιάξει σχεδόν ολόκληρος στην αντικρινή θάλασσα άφηνε τις τελευταίες χρυσαφένιες αναλαμπές του να αγωνίζονται μάταια να συγκρατήσουν το φως της μέρας πάνω στη γη.

Στο μικρό ταβερνάκι της γειτονιάς οι ταχτικοί θαμώνες είχανε πάρει τις θέσεις τους για την καθιερωμένη κρασοκατάνυξη της βραδιάς. Μια διέξοδος στην κούραση όλης της μέρας. Μια φτωχική λύση διασκέδασης και ευχαρίστησης.Ήταν όλο αυτό, που τούτοι οι άνθρωποι μπορούσαν να έχουν . 
Καθισμένες έξω από τις αυλόπορτες των σπιτιών τους, γρηούλες ρυτιδιασμένες από το χρόνο και τον αγώνα απολάμβαναν το ανοιξιάτικο δειλινό σιγοκουβεντιάζοντας με τις αντικρινές.  Γύρω τους στροβιλίζονταν ένα τσούρμο παιδιά. Αραιοί διαβάτες σκυφτοί από την κούραση, ίδιες απόκοσμες φιγούρες αργοδιάβαιναν τα στενά δρομάκια ανηφορίζοντας προς τα σπίτια τους. Μια ακόμη μέρα είχες πάρει να τελειώνει δίνοντας τη θέση της στη νύχτα, που είχε αρχίσει ν΄απλώνεται γύρω.
Μέσα στην κουζίνα του σπιτιού τους, ο Νίκος με την Τασία μόλις είχανε αποσώσει το βραδινό τους. Φτωχικό και λιγοστό το φαγητό τους όπως πάντα. Έτσι που έμοιαζε πως έτρωγαν ίσα για να ξεγελάσουν την πείνα τους λιγάκι.  
Ο Νίκος είχε γύρη το κορμί του στην ράχη της καρέκλας κι΄ είχε ανάψει ένα μισοτσίγαρο. Φυσούσε δυνατά τον καπνό και τον κοιτούσε που ανέβαινε προς τα ψηλά κι΄έφτιαχνε διάφορα σχέδια, καθώς στροβιλιζόταν από το φύσημα. Η Τασία με κινήσεις αργές είχε αρχίσει να μαζεύει τα πιάτα και να τα ξεπλένει στο νεροχύτη. Πάνω στο πρόσωπό της ήσαν απλωμένα ο πόνος, η στενοχώρια και μια μεγάλη αγωνία. 
Έξω, το ανοιξιάτικο δειλινό, γεμάτο αρώματα, είχε πάρει αργά-αργά ν΄αφήνει τη θέση του στη νύχτα. Η μικρή γειτονιά είχε γεμίσει με τις μεθυστικές μυρωδιές από τ΄αγιόκλημα, τις γαζίες και τα βασιλικά, που ήσαν γεμάτες οι αυλές των μικρών σπιτιών. Κι΄έφταναν τούτες οι μυρωδιές μέσα στο μικρό σπιτάκι του Νίκου και της Τασίας.
Κι΄ο Νίκος απολάμβανε αργά, ηδονικά το μισοτσίγαρο σαν να προσπαθούσε να το κάμει να μην τελειώσει ποτέ.  
-Δεν γίνεται αλλιώς κορίτσι μου. Κατάλαβε το. Είναι η μόνη λύση που έχουμε. Πρέπει να φύγουμε. Πρέπει Τασία μου.
Τούτη την ίδια συζήτηση ήτανε που είχανε κάθε βράδυ, μέρες τώρα. Σαν απόσωναν το φαγητό τους ο Νίκος έπιανε να μιλάει στην Τασία για τα σχέδιά του. Κι΄έκανε κάθε προσπάθεια να γεμίσει τα λόγια του με την ανάγκη της φυγής, που την έβλεπε σαν την  μόνη λύση στο πρόβλημά τους.
-Μόνο για τέσσερα-πέντε χρόνια Τασία μου. Ίσα για να μαζέψουμε λίγα λεφτά. Να μπορέσουμε τούτο το δωματιάκι να το φτιάξουμε ένα όμορφο σπιτάκι. Μόνο τέσσερα - πέντε χρόνια μας φτάνουν.

Έχουν περάσει εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια από τότε. Όμως τούτα  τα λόγια έρχονται κάθε τόσο στα λογικά του Νίκου και τ΄αναθυμάται. Ήτανε τότε που προσπαθούσε να κάμει την Τασία να πει το “ναι” για να πάρουνε τους δρόμους της ξενιτιάς, για να βρούνε την τύχη τους, να ξεφύγουν από τη φτώχεια τους και τη μιζέρια που σημάδευε σκληρά τα χρόνια της νιότης τους.   
Τ΄αναθυμάται και τούτο το βράδυ ο Νίκος. Τούτο το βράδυ που έχουν μαζευτεί οι φίλοι του να γιορτάσουν το καινούργιο τους σπίτι. Και φαντάζει στο νου του σαν να ήτανε χτες που τούτα τα λόγια τα έλεγε στην Τασία. Κι΄όμως από εκείνο το βράδυ έχουν περάσει εικοσιπέντε χρόνια. Εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια στην ξενιτιά.



Ήταν τότε που παντρεύτηκαν κει κάτω στην πατρίδα και φώλιασαν σ΄ένα μικρό δωματιάκι, ψηλά, στην κορφή κάποιου λόφου στην Ηλιούπολη. Προίκα της Τασίας ήτανε κείνο το δωματιάκι. Προίκα που της είχανε δώσει τ΄αδέλφια της. 
Κει πάνω, σ΄αυτό το δωματιάκι, ο Νίκος κι΄η Τασία προσπάθησαν να χτίσουν τα όνειρά τους.  Όμως μεγάλες οι απαιτήσεις της ζωής. Μικρό το μεροκάματο του Νίκου στις οικοδομές κι΄αυτό κάπου – κάπου. Όχι κάθε μέρα. Κι΄η Τασία να αγωνίζεται για να βοηθήσει την κατάσταση δουλεύοντας ολημερίς σε κάποια μικροφάμπρικα.
Και τα όνειρα έμεναν όνειρα. Το μικρό δωματιάκι έμενε πάντα μικρό, χωρίς καμιά ελπίδα για κάτι καλύτερο να φαίνεται από πουθενά. 
Κάποιος θείος του Νίκου από την Αμερική ήτανε, που του άναψε τον πόθο για το όνειρο της ξενιτιάς. Από μικρό παιδί ο Νίκος το ήξερε το παραμύθι της πλούσιας χώρας που, όπως έλεγαν, τα λεφτά τρέχουν στους δρόμους. Χιλιάδες φορές το είχε ακούσει τούτο το παραμύθι. Είχε ακούσει πως έφτανε ν΄απλώσεις το χέρι σου και να μαζέψεις όσο χρήμα ήθελες. Δεν τα πίστεψε ποτέ όλα τούτα ο Νίκος. Όμως στο πρόβλημά τους σαν μόνη λύση έβλεπε το δρόμο της ξενιτιάς. ‘Εψαχνε βαθιά στην ψυχή του κι΄έβλεπε πως δεν ήθελε να φύγει από τον τόπο του. Από τον τόπο που γεννήθηκε, που μεγάλωσε κι΄αντρώθηκε. Από τον τόπο που γνώρισε τις πρώτες χαρές της ζωής αλλά και πολλές πίκρες και βάσανα. Ένοιωθε πως ήτανε ζυμωμένος με τα χώματα του τόπου του. Πως τα είχε ποτίσει με τον ιδρώτα του. Τον αγαπούσε τον τόπο του ο Νίκος. Τον ένοιωθε δικό του. Αγαπούσε κείνη την γειτονιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ένοιωθε πως ήτανε δεμένος με τα μικρά φτωχόσπιτα της γειτονιάς του και τους απλούς μεροκαματιάρηδες ανθρώπους της. Αγαπούσε τα στενά δρομάκια της, το μικρό καφενεδάκι και το ταβερνάκι τους. Αγαπούσε τις αυλές με τις κληματαριές, τ΄αγιόκλημα και τα βασιλικά. Έλεγε μια καλημέρα με όλους εκείνους τους γειτόνους και την ένοιωθε. Γνωριζόντουσαν όλοι μεταξύ τους. Τους έδεναν οι ατέλειωτοι  αγώνες τους για το μεροκάματο, για τη ζωή.
Όμορφα εκείνα τα χρόνια στην πατρίδα. Όμως φτώχεια. Μεγάλη φτώχεια. Μια όμορφη πατρίδα, λουσμένη στον ήλιο και στο γαλάζιο του ουρανού, όμως φτιαγμένη  για λίγους. Κι΄οι πολλοί να μαραίνονται στη φτώχεια και στη δυστυχία. 
Όμως και την Τασία την φόβιζε πάρα πολύ η ξενιτιά. Δεν την ήθελε. Δεν την έβλεπε σαν την μοναδική λύση. Πως να φύγει από κείνο τον τόπο, από τ΄αδέλφια της και τους δικούς της; Πως να βρεθεί σε μια χώρα άγνωστη που κανείς δεν την γνώριζε και κανέναν δεν ήξερε; Πως θα μπορούσε να σταθεί μέσα σ΄ένα πλήθος ανθρώπων που μιλούσαν άλλες γλώσσες και που αυτή λέξη δεν θα καταλάβαινε; Την φόβιζε την  Τασία το παραμύθι με τα πολλά λεφτά. Φοβόταν τις μεγάλες πολιτείες με τους μεγάλους δρόμους, με τα πολλά φώτα και τις χιλιάδες τα αυτοκίνητα. Αγαπούσε κείνη τη γειτονιά η Τασία κει πάνω στη Ηλιούπολη. Την πόλη του Ήλιου, όπως της άρεσε να την λέει..Ένοιωθε πως τα όνειρα που μπορούσε να έχει χωρούσαν στο μικρό δωματιάκι. 
-Τι θα γίνει όμως Τασία μου, σαν θ΄αρχίσουν τα κουτσούβελα να έρχονται ένα-ένα; Της έλεγε ο Νίκος.Που θα τα βάλουμε σ΄ένα δωματιάκι; Τι θα τα ταΐζουμε; 
Σταματούσε, σηκωνόταν και πήγαινε κοντά της. Την αγκάλιαζε και κάνοντας τη φωνή του όσο μπορούσε πιο τρυφερή προσπαθούσε να λυγίσει τις αντιρρήσεις της.
Γι΄αυτό σου λέω! Πάμε. Πάμε για τέσσερα-πέντε χρόνια μόνο.  Θα δουλέψουμε κι΄οι δυο, θα τα μαζέψουμε και θα φύγουμε. 
Σιγά-σιγά άρχισε κι΄η Τασία να συνηθίζει στην ιδέα της ξενιτιάς. Πήρανε να μεγαλώνουν τα όνειρά της και μέσα σ΄αυτά άρχισε να βλέπει κείνο το μικρό δωματιάκι  να γίνεται ένα σπίτι μεγάλο. Ένα σπίτι με όμορφες βεράντες, με μεγάλη σκαλιστή εξώπορτα και με πολλά δωμάτια. Ένα σπίτι πελώριο, που να χωράει όλα τα όνειρά της αφού κι΄αυτά θα ήσαν τόσα πολλά.Ονειρευόταν ένα σπίτι που να το καμαρώνουν και να το ζηλεύουν όλοι οι γειτόνοι. Να χωρέσει τα παιδιά της, τα κουτσούβελα όπως τα έλεγε ο Νίκος, που ένα - ένα θα άρχιζαν να έρχονται. 

Ήτανε ένα φθινοπωριάτικο πρωινό. Ένας χλομός ήλιος τρεμόπαιζε κρυφτό με κάποια σύννεφα. Ένας ουρανός, μ΄ένα γαλάζιο ξεθωριασμένο χρώμα απλωνόταν πάνω από το πλοίο που κείνη την ώρα περνούσε πλάι από το Άγαλμα της Ελευθερίας, στην είσοδο του λιμανιού της Νέας Υόρκης. 
Ο Νίκος με την Τασία στέκονταν ακουμπισμένοι στα ρέλια του καραβιού προσπαθώντας να τυλιχτούν όσο μπορούσαν πιο πολύ στα μισοτριμένα παλτά τους σε μια προσπάθεια ν΄αποφύγουν το πρωινό φθινοπωριάτικο αγιάζι. Κοιτούσαν το άγαλμα και ποιος ξέρει ποιες σκέψεις ήσαν ανάκατες μέσα στο μυαλό τους. 
Το καράβι που τους έφερνε στη νέα πατρίδα τους αργοσκίζοντας τα γκριζοπράσινα νερά του ποταμού Χάτσον πέρασε κάτω από τη μεγάλη γέφυρα του Βεραζάνο και προχωρούσε προς το λιμάνι της Νέας Υόρκης.
Ο Νίκος με την Τασία κοιτούσαν ανέκφραστοι γύρω τους, ανάμεσα σε όλους τους επιβάτες του πλοίου που είχαν ανέβει στο κατάστρωμα για να θαυμάσουν τη μεγάλη πόλη που τους περίμενε. Μέσα στην ψυχή τους ένοιωθαν το σφίξιμο της πρωτόγνωρης ξενιτιάς.  Η Τασία προσπαθούσε να σφιχτεί όσο πιο πολύ μπορούσε πάνω στον Νίκο. Ίσως ήτανε το πρωινό αγιάζι, ίσως ο φόβος του άγνωστου, ίσως ακόμη η μοναξιά και η ερημιά που είχαν αρχίσει να νοιώθουν γύρω τους. Κι΄ο Νίκος την έσφιγγε πάνω του προσπαθώντας να της δώσει δύναμη και κουράγιο.
Μέσα στο σύθαμπο του φθινοπωριάτικου πρωινού κοιτούσαν τα πολυώροφα κτίρια του Μανχάταν που υψώνονταν μουντά και σκούρα στα μάτια τους. Όλα τους έδειχναν πως είχαν φτάσει στη χώρα που θα έφτιαχναν τα όνειρά τους. Κι΄έμεναν εκεί, ακουμπισμένοι στα ρέλια του πλοίου, σφιγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον.
Από το πρωινό της άλλης μέρας ξεκίνησαν τον αγώνα τους. Πρωί πρωί ο θείος του Νίκου τον πήρε μαζί του σ΄ένα μικρό μαγαζάκι που είχε κάπου εκεί, στους 14 δρόμους, στην Union Square. Για την Τασία είχε βρεθεί κάποια δουλειά σ΄ένα μικρό εργαστήριο που έφτιαχναν φορέματα. Κάποιες Ελληνίδες που δούλευαν εκεί την έπαιρναν μαζί τους κάθε πρωί ώσπου να μάθει και η ίδια και να μπορεί να πηγαίνει μόνη της.
Πέρασαν κι΄έπαθαν πολλά στην αρχή ώσπου να το πάρουν απόφαση και να συνηθίσουν πως πλέον ήσαν ξένοι σε μια ξένη χώρα. Κι΄ακόμη έπρεπε να συνηθίσουν τους ανθρώπους της και τον τρόπο της ζωής τους. Ένοιωθαν ένα αβάσταχτο βάρος μέσα τους. Τους έπνιγε η στενοχώρια. Ιδιαίτερα τα βράδια, σαν μαζευόντουσαν στο μικρό σπιτάκι, που είχε νοικιάσει γι΄αυτούς ο θείος τους κάπου εκεί στο Μπρούκλυν. Κοιτούσαν έξω από τα παράθυρά του και έβλεπαν μόνο τους τοίχους των άλλων σπιτιών. Τοίχους από τσιμέντα και τούβλα. Ούτε καν τον  ουρανό δεν μπορούσαν να δουν από τα ψηλά σπίτια που έπνιγαν το δικό τους. Τότε ήταν που η Τασία θυμόταν το μικρό τους δωματιάκι, σκαρφαλωμένο στην κορφή του λόφου, πάνω στην Ηλιούπολη. Ήταν τότε που ένας κόμπος έπνιγε το λαιμό της κι΄ένα δάκρυ έφτανε στις άκρες των ματιών της, καθώς τα θυμόταν. Θυμάται σαν άνοιγε το παράθυρο έβλεπε κάτω από τα πόδια της ν΄απλώνεται ήρεμη η Αθήνα. Κι΄ήταν τότε που η Τασία ένοιωθε πως από κει πάνω, από εκείνο το μικρό δωματιάκι μπορούσε να εξουσιάζει όλη εκείνη τη μεγάλη πόλη. 

Τα δειλινά έβλεπε έναν πελώριο χρυσοκόκκινο ήλιο να βουτάει στην άκρια της θάλασσας καθώς κατέβαινε αργά προς τη δύση του.Θυμόταν τον γαλανό ουρανό που έστεκε ώρες ατέλειωτες να τον κοιτάζει. Κι΄ύστερα, τα βράδια, τούτον τον ίδιο ουρανό τον έβλεπε να στέκει πάνω της πλημμυρισμένος με τ΄άστρα του. Κι΄έμοιαζε σαν μιαν ατέλειωτη σκέπη πάνω από το μικρό της δωματιάκι.    
-Κουράγιο Τασία μου, προσπαθούσε να την παρηγορήσει ο Νίκος. Θα περάσει ο καιρός. Θα κυλήσουν τα χρόνια. Θα μαζέψουμε τα λεφτά που χρειαζόμαστε και θα φύγουμε. Θα φύγουμε Τασία μου.
Κι΄η Τασία χωρίς καθόλου να μιλάει χαμήλωνε το βλέμμα της και άφηνε τα δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια της.
Δύσκολη η ζωή κι΄εδώ στην πλούσια χώρα που είχαν έλθει. Το χρήμα δεν το έβρισκε κανείς στους δρόμους όπως έλεγαν. Χρειαζόταν σκληρή δουλειά, κόπος πολύς για να το αποκτήσεις. Κι΄ο Νίκος δούλευε σκληρά στον θείο του. Όμως τα λίγα χρήματα που τους πετούσε ούτε που έφταναν για να ζήσουν.
Το μεροκάματο της Τασίας πολύ μικρό και αυτό. Όμως ο κόσμος να χαλούσε και να πνίγονταν στην ανάγκη, αυτά τα λίγα χρήματα πήγαιναν στην τράπεζα. Πίστευαν πως μ΄αυτά θα μπορούσαν να φτιάξουν το όνειρό τους. Όμως σαν κάθονταν καμιά φορά κάτω κι΄έβαζαν χαρτί και μολύβι, έβλεπαν ότι τα πέντε χρόνια που είχαν βάλει σαν πρόγραμμα έπρεπε να γίνουν δεκαπέντε και βάλε. Τότε ήταν που και ο Νίκος έχανε την ψυχραιμία του. Τον χτυπούσε κι΄αυτόν η απελπισία. Όμως τα κατάπινε μέσα του.
-Δεν γίνεται τίποτα, έλεγε στην Τασία. Με τους μισθούς μας τίποτα δεν θα γίνει ποτέ. Πρέπει να βρούμε άλλους τρόπους. Να κάνουμε δικές μας δουλειές. 
Ρίχτηκε σε καινούργιους αγώνες ο Νίκος. Κάποιοι του είπαν πως εδώ υπάρχει πολλή δουλειά με τα σπίτια. Επισκευές, βαψίματα, κουφώματα. 
Άφησε το μαγαζάκι του θείου του και καταπιάστηκε μ΄αυτές τις δουλειές ο Νίκος. Κάτι γνώριζε από την πατρίδα και τα ψευτοκατάφερνε. Κάπως πήρε ν΄αλλάζει λιγάκι η ζωή τους. Όχι μεγάλα πράματα βέβαια. Βλέπεις εκείνα τα χρόνια και η Αμερική περνούσε δύσκολους καιρούς. Οι καλές εποχές είχανε φύγει για πάντα. Κι΄η Τασία είχε απομείνει να μετράει τις μέρες, τους μήνες, τα χρόνια. Τότε ήτανε που την έπιανε το παράπονο, σαν έβλεπε πως οι κόποι τους και οι αγώνες τους στην ξενιτιά δεν βγαίναν για το όνειρό τους. 
-Τρία χρόνια Νίκο μου, του έλεγε με τα μάτια της υγρά από τα δάκρυα, κι΄ό,τι έχουμε μαζέψει δεν μας φτάνει ούτε για τα πορτοπαράθυρα.Αμίλητος την άκουγε ο Νίκος. Μέσα απ΄τα λόγια της ξεχώριζε το δίκιο της. Έσκυβε το κεφάλι του και αναλογιζόταν πως πέρασαν τρία χρόνια στην ξενιτιά κι΄ όμως τίποτα δεν είχαν καταφέρει.
Πάνω στα τρία χρόνια ήλθε το πρώτο τους παιδί. Όχι πως το ήθελαν. Ο αγώνας τους στην ξενιτιά για το όνειρό τους δεν τους επέτρεπε τέτοιες πολυτέλειες. Όμως να ! Μια απροσεξία, κάποιο λάθος και νάσου ένα όμορφο αγοράκι στον κόσμο. Το κρατούσε στην αγκαλιά του ο Νίκος, το κοιτούσε και του χαμογελούσε θλιμμένα. Συλλογιζόταν πως ίσως τούτο το μικρό πλασματάκι ήταν η πρώτη άγκυρα που έριχναν στην ξενιτιά τους ίσως και χωρίς να το θέλουν.  
Με τον ερχομό του μωρού όπως ήτανε επόμενο η Τασία σταμάτησε να δουλεύει. Έτσι οι ανάγκες τους μεγάλωσαν πιο πολύ. Κι΄ο Νίκος αναγκάστηκε να τρέχει και να δουλεύει περισσότερο. Και τ΄όνειρο του γυρισμού είχε απομείνει πια να είναι ένα όνειρο.Τώρα πλέον είχανε πάψει να μιλάνε για τέσσερα-πέντε χρόνια. Είχανε αρχίσει να μιλάνε  έτσι, κάπως αόριστα...ακόμα λίγα χρόνια. Κι΄η κατάσταση να είναι πάντα η ίδια. Και τα πράματα να πηγαίνουν κάθε μέρα και πιο χειρότερα. Αναποδιές, φτώχεια, δυσκολίες και η ζωή πανάκριβη. Κι΄ο αγώνας του Νίκου να γίνεται κάθε μέρα πιο μεγάλος και πιο σκληρός. Κι΄έβλεπαν με τρόμο το χρόνο να κυλάει πάνω τους ασταμάτητα.
Κάποτε φτάσανε τα πέντε χρόνια στην ξενιτιά και προκοπή καμιά. Μόνο ένα αγώνας χωρίς ένα σταμάτημα. Ένα άγχος, μια μιζέρια, μια στέρηση. Δύσκολες μέρες. Πολύ δύσκολες. 
Κι΄ηταν τότε, πάνω στα πέντε χρόνια που ήρθε και το δεύτερο παιδί. Κοριτσάκι τούτο δω. Γέμισε το μικρό τους σπίτι με το κλάμα του καινούργιου μωρού. Το έπαιρνες ο Νίκος στην αγκαλιά του και το κοιτούσε. Κι΄έφτασε να το βλέπει κι΄αυτό σαν μια δεύτερη άγκυρα στην ξενιτιά τους.
-Νίκο μου πάμε να φύγουμε, του έλεγε κάθε τόσο η Τασία. Ξέρεις τι μου έλεγε μια γυναίκα στην εκκλησιά προχτές; Πως αν είναι να φύγουμε, να φύγουμε τώρα που τα παιδιά είναι μικρά. Σαν μεγαλώσουν και αρχίσουν να πηγαίνουν στο σχολείο πολύ δύσκολο να φύγουμε.
-Να φύγουμε βρε Τασία μου, της έλεγε ο Νίκος αναστενάζοντας. Να φύγουμε. Που να πάμε; Πως να χωρέσουμε τώρα με δυο παιδιά στο μικρό μας δωματιάκι; Κάμε λίγη υπομονή ακόμη. Θα φτιάξουν τα πράματα. Τούτη η χώρα δεν μπορεί να μείνει για πολύ έτσι. Θ΄αρχίσει το χρήμα να τρέχει και πάλι. Άλλωστε έχουμε καιρό ακόμη ώσπου να μεγαλώσουν τα παιδιά μας.
Τα ΄λεγε όλα αυτά ο Νίκος στην Τασία χωρίς κι΄ο ίδιος να τα πιστεύει. Τα΄λεγε έτσι, ίσα για να την παρηγορεί. Όμως κοιτούσε τα δυο μικρά του κι΄έννοιωθε μέσα του πως είχε ρίξει για τα καλά πλέον δυο άγκυρες στην ξενιτιά.
Κι΄ο χρόνος περνούσε πάνω τους. Περνούσαν οι μήνες και τα χρόνια πάντα ίδια. Χωρίς να φέρνουν μαζί τους κάτι καλύτερο. Η Τασία δεν δούλευε πια. Έδινε όλο το χρόνο της στο μεγάλωμα των παιδιών της.Ήξερε πως σε τούτη τη χώρα τα παιδιά είχανε ανάγκη από μια ξεχωριστή  φροντίδα και προσοχή. Ό,τι μπορούσε να μαζέψει ο Νίκος τους έφταναν μόνο για τα έξοδα και κάτι λίγα στην άκρη για ώρα ανάγκης. Οι καλύτερες μέρες δεν έλεγαν να φτάσουν ποτέ. Έβλεπαν το όνειρο του γυρισμού να μακραίνει χωρίς να έχουν τη δύναμη να το ομολογήσουν ο ένας στον άλλον. Μιλούσαν σπάνια πλέον γι΄αυτόν τον γυρισμό, έτσι αόριστα. Ίσως για να μπορούν έτσι να κρατάνε μιαν ελπίδα, που η κάθε μέρα που περνούσε την έκανε να γίνεται και πιο μακρινή. 
Κάποτε έφτασε ημέρα που ο μικρός, ο Μάνος πήγε στο σχολείο. Κι΄ο Νίκος με την Τασία ήσαν ακόμη στην ξενιτιά να αγωνίζονται για το όνειρό τους. ‘Ενα όνειρο, που όμως είχαν αρχίσει να μην πιστεύουν πλέον σ΄αυτό. Κάθε μέρα που ο μικρός γυρνούσε από το σχολειό τους πετούσε κι΄από μια ξένη λέξη που είχε μάθει. Και του άρεσε πολύ του Μάνου να παίζει με τις λέξεις της καινούργιας του γλώσσας.  
Κάποτε ο Νίκος και η Τασία σταμάτησαν πλέον κάθε συζήτηση για το όνειρό τους και τον γυρισμό τους στην πατρίδα. Είχαν αρχίσει πλέον να συνηθίζουν. Βρήκαν κι΄έκαναν φίλους κι΄έβγαιναν όλοι μαζί παρέα.
Αγόρασαν κι΄ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο κι΄αρχισαν να ξεμακραίνουν από τη Νέα Υόρκη.  Άρχισαν να γνωρίζουν άλλα μέρη κι΄αυτό έδινε μια χαρά στη μονοτονία της ζωής τους. Ξέφευγαν από τα τσιμέντα της μεγαλούπολης κι΄αρχισαν να τριγυρίζουν στις εξοχές. Τους άρεσε να θαυμάζουν τα απέραντα δάση και τη φύση που ήταν πνιγμένη στο πράσινο. Τα καλοκαίρια πήγαιναν και στη θάλασσα για να κάμουν μπάνιο τα παιδιά και να περάσουν όμορφα. Έτσι κάποια μέρα κατάλαβαν πως είχε αρχίσει να τους αρέσει τούτη η χώρα της ξενιτιάς τους, χωρίς όμως ακόμη να θέλουν να το ομολογήσουν και στον εαυτό τους. Τ΄όνειρο του γυρισμού πήρε να ξεθωριάζει για τα καλά κι΄έμοιαζε πλέον να γίνεται μια νοσταλγία. 
Κυλούσε πάνω τους ο χρόνος ασταμάτητα και τα παιδιά μεγάλωναν. Τα κοιτούσε ο Νίκος κι΄έννοιωθε πως οι άγκυρες είχαν πλέον δέσει για τα καλά σε τούτον τον μακρινό τόπο.  
Με το πέρασμα του χρόνου ο Νίκος είχε καταφέρει να προχωρήσει πολύ καλά στις δουλειές του. Είχα φτιάξει μια αξιόλογη οικοδομική επιχείρηση. Αναλάμβανε μεγάλες δουλειές και το χρήμα πλέον ήταν τόσο πολύ που ίσως τώρα θα μπορούσε να κάμει το μικρό δωματιάκι της Ηλιούπολης ένα μικρό παλάτι. Όμως κάπου μέσα του ένοιωθε πως τούτο δεν ήταν πλέον το όνειρό του, ο στόχος του. Ένοιωθε πως το μόνο όνειρό του, μοναδικός του στόχος ήταν να μεγαλώσει τα παιδιά του, να τα σπουδάσει, να γίνουν κάποιοι. Κι΄η Τασία έμοιαζε να είναι κι΄αυτή πλέον υποταγμένη στη μοίρα που τους είχε χαράξει η ζωή τους.
Τότε ήταν που αποφάσισαν να πάρουν ένα δικό τους σπίτι. Παίρναν τους δρόμους σχεδόν κάθε μέρα ψάχνοντας να βρούνε κάτι που να τους αρέσει πολύ. Και κάποια μέρα βρήκαν μια πολύ όμορφη μονοκατοικία, ένα σπίτι κούκλα ομορφιάς, σ΄ένα πολύ όμορφο μέρος του Λονγκ Άϊλαντ. Και κάποια μέρα στήθηκαν εκεί και κάλεσαν τους φίλους τους να το γιορτάσουν.
Ήταν μια όμορφη βραδυά. Λίγοι καλοί φίλοι με τα παιδιά τους κι΄ο Νίκος με την Τασία πρωταγωνιστές στο επίκεντρο της παράστασης.
Συζητήσεις, φλυαρίες κι΄επαίνους για την πρόοδο του Νίκου. Κι΄αυτός αμίλητος σε μια γωνιά, κρατώντας ένα ποτήρι με ποτό στο χέρι, κοιτούσε τους φίλους του κι΄ άκουγε αφηρημένα όσα του έλεγαν. Έμοιαζε σαν να μην ήταν εκεί. Ο νους του είχε καρφωθεί στην τρίτη και πιο μεγάλη άγκυρα που είχε ρίξει σε τούτη την ξενιτιά. Στο σπίτι του. Ρουφούσε αργά το ποτό του, κοιτούσε γύρω του το σπίτι, τους φίλους του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του  και στο νου του ηχούσαν παράξενα, απόμακρα τα λόγια εκείνα που πριν από κάμποσα χρόνια, μέσα στο μικρό δωματιάκι, πάνω στην Ηλιούπολη, προσπαθούσε μα πείσει την Τασία να φύγουν για την ξενιτιά. “Δεν γίνεται αλλιώς κορίτσι μου. Κατάλαβέ το. Πρέπει να πάμε. Μόνο για τέσσερα-πέντε χρόνια Τασία μου. Ίσα για να μαζέψουμε λίγα λεφτά. Να μπορέσουμε τούτο το δωματιάκι να το φτιάξουμε ένα όμορφο σπιτάκι.   
-Ωραίο Νίκο μου. Πολύ ωραίο το σπιτάκι σας, τον έβγαλε από τους λογισμούς του η φωνή του Κώστα, του φίλου του. Δηλαδή τι σπιτάκι.Αυτό είναι σπιταρόνα, του είπε και ξέσπασε σε γέλια.
Ο Νίκος τρφάβηξε μια ρουφηξιά από το ποτό του, χαμογέλασε και του είπε.
-Λάθος Κώστα μου. Λάθος κάνεις. Τούτο δεν είναι σπιτάκι. Μια ακόμη άγκυρα στην ξενιτιά μας είναι. Και μάλιστα μια άγκυρα βαριά κι΄ασήκωτη. 

32 σχόλια:

  1. Ντένη
    θυμάμαι οταν διάβασα το βιβλίο πως μου στάθηκε ένας σφιχτός κόμπος στο λαιμό με την τελευταία παράγραφο! Σαν να επρόκειτο για μένα την ίδια η άγκυρα! Γιατί ένοιωσα τα λόγια του "Νίκου" βαθειά μέσα μου πόσο πονούσαν!
    Ακόμα περισσότερο σφίχτηκε ο κόμπος οταν μου αποκάλυψες οτι ο "Νίκος" ήσουν εσύ ο ίδιος! Δύσκολα να βιράρεις τις άγκυρες πια που έχουν ποντισθεί τόσο βαθειά πια στην ξενιτιά!!! Αλλά εύχομαι ολόψυχα να βρίσκεις πράγματα που σ ευχαριστούν και σε κάνουν χαρούμενο και χρήσιμο,όπως το να γράφεις!
    Με την εκτίμηση και την αγάπη μου
    Χαρά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαρά μου καλή μου,
      Σ΄ευχαριστώ που πέρασες από εδώ. Ξέρω ότι νοιώθεις αυτά που καταγράφω εδώ σαν ξενητεμένος. Τα έχουμε πει καλή μου πολλές φορές. Τρομερές οι εμπειρίες της ξενητιάς. Κι΄από όσα έχω ζήσει ελάχιστοι αυτοί που μπόρεσαν να σηκώσουν τις άγκυρες.
      Θα πούμε πολλά ακόμη.
      Νάσαι καλά. Την αγάπη μου πάντα.

      Διαγραφή
  2. Είμαι καινούρια φίλη και είνια λίγος καιρός που σε διαβάζω. Τα γραπτά σου με συνγκινούν πολύ. Όμως τούτο το γραπτό, άγγιξε τη ψυχή μου. Πόσο πόνο κρύβει μέσα του για τη ξενιτιά ! Πόση θλίψη ! Και πόσο σε καταλαβαίνω, πόσο νοιώθω τη λαχτάρα σου για επιστροφή. Γι'αυτό και 'γω δεν θέλησα ποτέ να παντρευτώ γάλλο, κι'ας ζούσα σε μια απ' τις ωραιώτερες πόλεις του κόσμου. Όταν μου έκανε πρόταση γάλλος, του απαντούσα, δεν παντρεύομαι γάλλο.Όταν με ρωτούσαν τι μου λείπει στο Παρίσι, τους έλεγα η θάλασσα. Όμως άλλα μελετάμε εμείς και άλλα η ζωή Ντένη μου. Γι' αυτό πρέπει να την παίρνουμε όπως έρχεται και συ νομίζω ότι έχεις τη δύναμη .και το κάνεις αυτό. Να 'σαι πάντα καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δώρα μου γλυκιά μου καλησπέρα; σου.
      Σ΄ευχαριστώ για το πέρασμά σου από εδώ και τα καλά σου λόγια για τα γραφτά μου. Εμπειθρίες μιας ζωής Δώρα μου. Είναι μεγάλη η θλίψη της ξενητιάς. Και γίνεται ακόιμη πιο μεγάλη όταν βλέπεις πια ότι οι Άγκυρες δεν σηκώνονται.
      Σε ζηλεύω που δεν στερήθηκες τη θάλασσα του νησιού σου.
      Νάσαι καλά καλή μου.

      Διαγραφή
  3. Ντένη μου δεν νομίζω ότι μπορεί να νιώσει κανείς τον πόνο της ξενιτιάς αν δεν τον ζήσει.
    Είναι πολύ άσχημο να φεύγεις μακριά από ότι ήξερες, από ότι ήταν δικό σου και να ξεκινήσεις από την αρχή.
    Η περιγραφή σου ήταν τόσο συναισθηματική και συγκινητική που το ομολογώ έκλαψα.
    Πάντα μένουν στην καρδιά όσα αφήνεις πίσω και πάντα τα αναπολείς στα δύσκολα και με έναν μαγικό τρόπο σου δίνουν κουράγιο παρόλο που τα άφησες.
    Δεν ξέρω τι άλλο να πω.
    Υποκλίνομαι στον τρόπο γραφής σου και σου στέλνω την αγάπη μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σ΄ευχαριστώ Έλενα καλή μου για την επίσκεψη και τα καλά σου λόγια.
      Στ΄αλήθεια η ξενητιά δεν είναι τίποτε άλλο από ένας μεγάλος αγώνας με μια ελπίδα η οποία όμως τις πιο πολλές φορές μένει όνειρο. Όπως όνειρο έμεινε για τους πιο πολλούςαπό εμάς. Εδώ λοιπόν, δεμένοι στις Άγκυρές μας.
      Νάσαι καλά αγαπητή μου φίλη.

      Διαγραφή
  4. Αγαπητέ Ντένη
    Συγκινήθηκα πολύ με τη γραφή σου. Ένιωσα την λαχτάρα του κάθε ξενιτεμένου για κάτι καλύτερο, την νοσταλγία για την πατρίδα και τις άγκυρες που τελικά ρίχνουν στην ξενιτιά.
    Να είσαι καλά!
    Καλό Σαββατοκύριακο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Αγαπητή μου Ελένη
    Σ΄ευχαριστώ που τόσο πολύ έννοιωσες την ξενητιά μας και τις Άγκυρες που έχουμε ρίξει εδώ.
    Δυό χρόνια που πάλευα να συγκεντρώσω το υλικό έζησα τρομερές εμπειρίες. Γνώρισα πολλούς που έλεγαν την λέξη Ελλάδα και δάκρυζαν. 'Εχουμε πολλά να πούμε και θα πάρετε μια μεγάλη γεύση από τις Άγκυρες.
    Νάσαι καλά καλή μου και καλό σου Σαββατοκύριακο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Πόσο πολύ περίμενα τα κείμενά σου Ντένη το γνωρίζεις !!! Και μέσα από τις μνήμες μου βγαίνουν τα πρόσωπα των γονιών μου που ήταν πάντα σχεδόν χλωμά και μόνο όταν μιλούσαν για την Ελλάδα χαμογελούσαν πλατιά !! Θα δείς θα σου αρέσει μου έλεγε η μητέρα μου , όχι της απαντούσα και κείνη σκούπιζε κρυφά τα μάτια της γιατί οι άγκυρες ήταν ασήκωτες , είχαμε μεγαλώσει πλέον , είχαμε πατρίδα , εγώ τουλάχιστον έτσι ένιωθα !!! Ο κόμπος στο λαιμό μου είναι για τη βαριά άγκυρα που έριξα άθελά μου εδώ !!!! Την αγάπησα την Ελλάδα , και την αγαπώ , την χαίρομαι !!!! Δίκοπο μαχαίρι !!!!
    Καλό σου ξημέρωμα !!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πιο σκληρή από τη δική μας η περίπτωσή σου καλή μου Νικόλ και μια γλυκιά καλημέρα από την ξενητιά μου. Σε φαντάζομαι να παλεύεις ανάμεσα σε δυό πατρίδες. Παρηγορήσου. Δεν μπορούμε πια να τις σηκώσουμε τις Άγκυρες. Τουλάχιστον ας τις γλυκάνουμε λίγο.
      Την αγάπη μου καλή μου φίλη.

      Διαγραφή
  7. Μπάρμπα Νιόνιο, μήπως έκανες λάθος και αντί για Νίκος και Τασία ήθελες να γράψεις Γιώργος και Μαρία;

    Μάλλον κάτι τέτοιο έγινε.

    Πως όμως έμαθες την ιστορία μου; Ποιός σου την είπε;

    Όλα έγιναν ακριβώς πριν 25 χρόνια. Ξέχασες να γράψεις όμως οτι όταν ερχόμαστε, ακόμα και μέσα στο αεροπλάνο, δε μιλιόμαστε με τη Μαρία ( μου ) γιατί δεν ήθελε να έρθει στην Αμερική.

    Τι μου θύμισες Μπάρμπα Νιόνιο!!!!!!!

    Να είσαι Καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Παρόμοιες οι ιστορίες όλων μας αγαπητέ μου φίλε Γιώργο. .
      Κάπως έτσι σαν τον Νίκο με την Τασία φτάσαμε όλοι στις ξενητιές μας. Τι σημασία έχουν τα ονόματα; Οι Άγκυρες δεν σηκώνονται πιά.
      Καλή σου μέρα φίλε και θα τα λέμε.

      Διαγραφή
  8. Nα είσαι πάντα καλά ξενιτεμένε μας φίλε.
    Καλή δύναμη ευχόμαστε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Καλή σου μέρα αγαπητέ μου Ιχνηλάτη.
    Ευχαριστώ για τις ευχές σου.
    Νάσαι καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Xρόνια σου πολλά αγαπητέ μου Ντένη, λογω του Σταυρού σήμερα.
    Διάβασα χωρίς ανάσα, το κείμενό σου, και ήμουν απόλυτα βέβαιη οτι ήταν η δική σας αρχή,καθώς και ένα -αλφα-σε μια κατάληξη, μου το επιβεβαίωσε.Οι φωτογραφίες της Αθήνας, μοναδικές..
    και έτσι αγαπητέ μου Ντένη, οι άγκυρες ....
    αχ αυτες οι αγκυρες....'Ακουγα στην οικογένειά μου για δύο χρόνια κι έγιναν σαράντα οχτώ, μου είπαν για κάποιους άλλους πιο μακριά,,,,το ίδιο και δεν τους είδαμε ποτέ ξανά, η ξενητειά...έχει τους κανόνες της
    Θα περιμένω με ανυπομονησία τα επόμενα γραπτά σου. Και φυσικά τα κρίνω μόνο με το συναίσθημα..αφού αγγίζουν τη ψυχή μου!
    καλό φθινόπωρο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα αγαπητή μου Βαρβάρα.
      Σ΄ευχαριστώ για τις ευχές σου και τα καλά σου λόγια.
      Σκληρό πράμα οι Άγκυρες καλή μου φίλη. Τι να κάνουμε;
      Το Σάββατο θα έχω μια ακόμη ιστορία για Άγκυρες. Λιγάκι πονεμένη αλλά αξίζει γιατί είναι πέρα για πέρα αληθινή.
      Νάσαι καλά αγαπητή μου φίλη.

      Διαγραφή
  11. Έχω διαβάσει το βιβλίο σου φίλε Ντένη Οι Άγκυρες, ιστορίες μεταναστών κι αυτό το πιστεύω που είχαμε ΟΛΟΙ ΜΑΣ μόνο για 4-5 χρόνια να πιάσουμε μαγιά, ή να παντρέψουμε μια αδελφή και μετά πάλι ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ.
    Μια αυταπάτη, και ο Νίκος και η Τασία θεωρούντο (κατά την φτωχή μου γνώμη τυχεροί) γιατί ερχόταν στην ξενιτιά νομικώς εντάξει πρώτον και δεύτερον γνώριζαν κάποιον, να τους πει μια καλημέρα.
    Έφυγα κι εγώ για την ξενιτιά 16 χρονών, υποσχέθηκα να βοηθήσω αυτούς που έμεναν πίσω μόνο για λίγα χρόνια, τι αυταπάτη, γύριζα όλο τον κόσμο για 22 χρόνια, παντού λαθραίος, χωρίς χαρτιά, κι αυτό το βασίλειο της Ελλάδος, μας κατάτρεχε από πίσω καμιά ευκολία, παντού υπήρχε η εκμετάλλευση, κανένα χέρι βοήθειας από κανένα...
    Όχι στην αρχή δεν είχα σκοπό να μείνω στην ξενιτιά, εφέτος το καλοκαίρι 2014 επισκέφτηκα για μια ακόμα φορά το μέρος που γεννήθηκα έρημο, χάθηκαν όλα αυτά που ονειρευόμουν, έφυγαν για τον άλλο κόσμο αυτοί που αγαπούσα, η μοναξιά με τρέλανε παρέα μου οι κουκουβάγιες και μια καινούργια νοοτροπία τόσο ξένη!!!! κάτι που δεν ήξερα.
    Σήμερα ξαναζώ, υπάρχω με τους ανθρώπους που δημιούργησα εδώ στην ξενιτιά όμως πράγμα παράξενο εξακολουθώ να γράφω Ελληνικά, να σκέπτομαι σαν Έλληνας και μετά να μεταφράζω τις σκέψεις μου σε ξένες γλώσσες.
    Ένας Έλληνας ΄μιας Ελλάδας όπως την αφήσαμε την στιγμή της αναχώρησής μας

    χαιρετισμούς

    Γαβριήλ


    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γειά σου ταλαιπωρημένε φίλε Γαβρίλη.
      Κατ΄αρχή μια σύσταση. Το βασίλειο της Ελλάδας δεν υπάρχει πια. Ψόφισε και ησυχάσαμε. Μην ανασταίνεις φαντάσματα. Ελληνικό κράτος πιά. Αν είναι δυνατόν αυτό το κατασκεύασμα που υπάρχει στη χώρα μας να λέγεται κράτος. Είναι αλήθεια ότι μετά από τόσα χρόνια όλοι εμείς οι ξενητεμένοι λειτουργούμε με κάποια άλλη νοοτροπία σκέψης. Πλέον στην πατρίδα δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε ιδιαίτερα τώρα όπως την έχουν καταντήσει οι ελεεινοί πολιτικοί. Οπότε όσο και να την θέλουμε αυτή δεν γυρίζει να μας κοιτάξει. Να είσαι σίγουρος ότι εδώ είμαστε καλύτερα. Λυπάμαι που το λέω αλλά αυτή είναι η αλήθεια.
      Θα τα πούμε.

      Διαγραφή
  12. Όμορφος συνδυασμός με τις φωτογραφίες...
    ...αν και η "σπιταρόνα" μοιάζει εξωτική, νησιώτικη...

    συμφωνώ με την "τραγική" τελευταία παράγραφό σου...

    (....κι εκείνοι που έμειναν πίσω, ακόμη θεωρούν ότι τα δολλάρια τα μαζεύαμε στα πεζοδρόμια...)

    Φιλί,
    Υιώτα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Υιώτα μου καλή σου μέρα.
      Φαίνεται ότι ο συνδιασμός "δούλεψε" γιατί μέχρι δάκρυα προξένησαν τα γραφτά μου, όπως γράφουν καλές μου φίλες στα σχόλια. Και οι επόμενες που θα ακολουθήσουν μάλλον κι΄αυτές θ΄αγγίξουν ψυχές και θα φέρουν δάκρυα. Όσο για τη "σπιταρόνα" είναι γνωστή, βρίσκεται στο Clearwater της Φλώριδας και έχω μια κάποια σχέση με τον ιδιοκτήτη.
      Την αγάπη μου.

      Διαγραφή
  13. Μα θα πρέπει να σου απαντήσω φίλε Ντένη,
    ¨όταν με χίλιους κόπους και μέσα από γνωριμίες με Κεφαλλονίτη κατόρθωσα κι έβγαλα για πρώτη φορά Ελληνικό διαβατήριο από την Πρεσβεία μας στην Ουάσιγκτον ήταν ¨ένα χρώμα πρασινομπλέ με χοντρό εξώφυλλον κι έλεγε με μεγάλα γράμματα Βασίλειον της Ελλάδος, στην δεύτερη σελίδα έγραφε
    ΜΟΝΟ ΔΙΑ ΠΑΛΙΝΟΣΤΗΣΗ ήταν το μοναδικό χαρτί που είχα από το επίσημο Ε. κράτος, μέχρι που για να μπορώ να κυκλοφορώ βρέθηκα στην ανάγκη να κάνω το ένα 7.
    Ε! μετά από αυτό όλα άλλαξαν
    χαιρετώ σε

    Γαβριήλ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Φίλε μου τότε που έβγαλες το διαβατήριό σου στην Ουάσγκτων η Ελλάδα έτρεφε τους κοπρίτες τους Γλύξμπουρκ κι΄ήταν περήφανη που είχε βασιλιά. Και η χώρα μας περιουσία τους και μας έκαναν χάρη να την ονομάζουν βασίλειον. Ευτυχώς απαλαχτήκαμε από αυτά τα μικρόβια.
      Νάσαι καλά.

      Διαγραφή
  14. Γλυκέ μου φίλε Ντένη πόσο ανταποκρίνεται και στο σήμερα η ιστορία σου-αυτοβιογραφικό?-και πόσο τρυφερά και ταυτόχρονα αιχμηρά πέρασες τα μηνύματά σου μέσα απο τις άγκυρες που έριξαν ο Νίκος και η Τασία!είναι πολύ σκληρό και πικρό το ποτήρι της ξενητιάς και είναι πολύ δύσκολο να το περιγράψει όποιος δεν το έχει πιεί..κολλάει πολύ στο σήμερα που πολλοί συμπατριώτες μας ψάχνουν σε άλλη χώρα το όνειρο..γιατί εδώ είναι πια δύσκολα..πίσσα βλέπω..σκοτάδι μαύρο κι ούτε μιά χαραμάδα να μπεί λίγο φως..με ενθουσίασε το πεζό σου είναι συγκλονιστικό και χτυπάει στη φλέβα της αλήθειας και μόνο..την αγάπη μου σου στέλνω και να είσαι καλά φίλε μου και να προσέχεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  15. Κάτε μου γλυκιά μου καλησπέρα σου.
    Χαίρομαι που σε άγγιξε η ιστορία μου αυτή. Έχεις δίκιο να λες ότι είναι πολύ πικρό το ποτήρι της ξενητιάς. Μόνο εμείς που το ζήσαμε μπορούμε να πούμε πόσο σκληρό είναι.
    Από τις ιστορίες που θα ακολουθήσουν θα μάθεις πολλά για τη ζωή μας και τους αγώνες μας στην ξενητιά.
    Την αγάπη μου καλή μου Κάτε και σ΄ευχαριστώ που περνάς από εδώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  16. Καλώς σε βρίσκω αγαπημένε μου φίλε, μετά από τους καλοκαιρινούς μήνες, τους γεμάτους από την παρουσία των παιδιών μας.
    Σε έψαχνα αδίκως τις τελευταίες μέρες, πιστεύοντας ότι το blog σου είχε καταργηθεί.
    Όμως σε βρήκα πάλι στην αγαπημένη σου γωνιά, των Επτανήσων.
    Είμαι αρκετή ώρα εδώ, διαβάζοντας, ο,τι έχασα το καλοκαίρι από τα κείμενα σου.
    Και το χαμόγελο έσβησε, καθώς μέσα από τα δάκρυα μου, διάβασα την τραγική είδηση για το χαμό του αγαπημένου σας γιου, για την δύσκολη ζωή σας, για τον αγώνα σας, την λαχτάρα σας, τους καημούς σας...
    Είθε να αναπαύεται εν ειρήνη το παιδί σας και ο Θεός να σας χαρίζει την παρηγοριά μέσα από τα αξιολάτρευτα εγγονάκια σας.
    Εύχομαι σε σένα και στην οικογένεια σου, να έχετε υγεία και να πραγματοποιηθούν όλων σας τα όνειρα.
    Σε φιλώ, πάντα με αγάπη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλώς όρισες και πάλι Μάγδα μου χρυσή μου φίλη.
      Χάρηκα που σε βλέπω και πάλι. Τα "Εφτάνησα" θα είναι πάντα εδώ όσο αντέχω. Εκτιμώ την συμπαράστασή σου στον πόνο μας. Τι να κάνουμε; Δικά μας όλα.
      Πολλά ευχαριστώ για τις ευχές σου και θα είναι χαρά μου να σε βλέπω εδώ.
      Νάσαι πάντα καλά καλή μου Μάγδα.

      Διαγραφή
  17. Και εγώ οπως η Μάγδα αγαπητε μας φίλε δεν εύρισκα στην ιστοσελίδα σου μου έγραφε οτι καταργήθηκε.. και σε ειχα χασει για υτο σου αφησα μηνυμα χαιρομαι που μου απαντησες..και να μαι να διαβαζω της ξενητιας τα λόγια .. δυστηχώς αυτες οι αγκυρες ειναι πολύ δυνατες φιλε μου.. και απο οτι διαβαζω στα σχόλια των φίλων όλοι λιγο πολύ έχουμε τις αγκυρες μικρες η μεγαλες όποιοι μπόρεσαν και εφυγαν στα πέντε πρωτα χρόνια.. και απο αυτούς ειμασταν και εμεις τυχεροί θα έλεγα που γυρισαμε στην πατριδα; ξεκινώντας απο το μηδέν ..καναμε καλημεντο και εδώ.. και βοηθήσαμε τα παιδια μας να μην τους λειψει τιποτα.. και τωρα βλέπεις τα εγγονια μας και βρίσκονται με σπουδες χωρίς μελλον και δουλειες ξενιτευονται και αυτά οπως οι και μεις .. ποτε δεν ήθελα να το δ΄ω αυτό νιωθω οτι δεν καναμε τίποτα αφου δεν μπορέσαμε να συνεχισουν εκεινα την μια ζή αξιοπρεπή βαση των κόπων και των σπουδών τους.. ενα μεγάλο συγνώμη που δεν ήξερα για την απώλεια σας.. φίλοι μας που βρίσκονται ακόμη εκει έχουν περάσει την ίδια απώλεια μια ακόμα αγκυρα φιλε μας..να είστε καλά να το θυμάστε το παλικάρι σας.. να
    προσέχετε εκεί μακρυά..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εδώ πάντα αγαπητή μου Ρούλα και σ΄ευχαριστώ για την επίσκεψη.
      Καταλαβαίνω πως κι΄εσύ έχεις κάποια γεύση από....Άγκυρες οπότε θα εκτιμήσεις όλα αυτά που θα παρουσιάσω.
      Σ΄ευχαριστώ καλή μου φίλη για την συμπαράστασή σου στον πόνο μας.
      Εύχομαι να βρεθώ καμιά φορά στην Κρήτη και να πιούμε μια τσικουδιά.
      Νάσαι καλά και πάντα την αγάπη μου.

      Διαγραφή
  18. φίλε... δεν έχω κάτι να πω.. καλύφθηκα...
    μπορώ να σχολιάσω... μόνον... ότι γράφεις ωραία...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  19. Λαμπρινή μου καλή μου φίλη.
    Δυό λόγια και λίγες...τελείες τα λένε όλα.
    Σ΄ευχαριστώ.
    Νάσαι καλά καλή μου φίλη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  20. Ντένη μου,
    η
    ΜΑΓΔΑ
    μου έγραψε
    ότι δεν μπορεί να βρει την ιστοσελίδα σου...
    Παρόλο ότι είδα ότι σου έγραψε, δεν γνωρίζω τι ακριβώς συμβαίνει...
    βρεσε την...άκρη εσύ!

    Σε φιλώ, Υιώτα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Υιώτα μου
      Δεν ξέρω κι΄εγώ τι συνέβει. Είχα μια ακόμη περίπτωση με την Ρούλα Σμαραγδένια.
      Τελικά τακτοποιήθηκαν,
      Σ΄ευχαριστώ καλή μου
      Την αγάπη μου.

      Διαγραφή